Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2012

Ο περιθωριακός ζωγράφος

Του είχε πάρει πολύ καιρό για να ολοκληρώσει τη συλλογή των πινάκων του. Είχε ζωγραφίσει τοπία, ανθοδοχεία, κήπους, περιβόλια, αγρούς, οτιδήποτε είχε σχέση με τη φύση. Και όταν ολοκλήρωσε τη συλλογή του, αποφάσισε να εκθέσει τους πίνακές του. Ήταν η πρώτη φορά που θα κατέβαζε τους πίνακές του σε έκθεση. Βρήκε στέγη σε μία γκαλερί αρκετά γνωστή στην πόλη του. Η έκθεσή του εγκαινιάστηκε και οι επίσημοι προσκεκλημένοι κατέφθασαν. Ένιωθε κάπως άβολα, γιατί ήταν λίγο περιθωριακός τύπος. Οι προσκεκλημένοι του, όλοι από τον κύκλο της ιδιοκτήτριας της γκαλερί, πρωτοκλασάτοι και καλοντυμένοι, άλλοι με μια πίπα και άλλοι με ένα ρολόι τσέπης, προσηλώθηκαν στους πίνακες. Κοιτούσαν τους πίνακες….δεν περίμεναν να δουν τόσο ωραίες δημιουργίες από έναν άγνωστο ζωγράφο…άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους για την τεχνοτροπία, για τα χρώματα. Ο ζωγράφος κάθονταν σε μια γωνία και τους παρακολουθούσε. Δεν του πολυάρεσαν οι μούρες τους, αλλά έχει χάρη που είχε ανάγκη να πουλήσει τους πίνακές του. Ήταν σε δύσκολη οικονομική κατάσταση και αυτή ήταν μια καλή ευκαιρία να κερδίσει αρκετά χρήματα. Τους παρακολουθούσε πώς θαύμαζαν τους πίνακές του...τους παρακολουθούσε και σκεφτόταν…σκεφτόταν τα υπέροχα λουλούδια που κατάφερε να αποτυπώσει σε έναν πίνακα… θυμόταν τον αγρό με τις παπαρούνες, κατακόκκινο, να κυματίζει με το ελαφρύ αεράκι…θυμόταν τον κήπο με τα τριαντάφυλλα, που πλημμύριζε από τα χρώματά τους…και εκεί που θυμόταν όλα αυτά έβλεπε τους καλοντυμένους προσκεκλημένους της γκαλερίστα…και δεν του άρεσαν καθόλου…με το κοστούμια τους, με τα ρολόγια τσέπης, με τις πίπες τους …ήθελε να πάρει τους πίνακές του και να πάει στην αγαπημένη του παμπ να πιει ένα καφάσι μπύρες…να μιλήσει με τους φίλους του, που σε τίποτα δεν έμοιαζαν με αυτούς τους προσκεκλημένους… Οι προσκεκλημένοι συνέχιζαν να θαυμάζουν τους πίνακες. Κάποια στιγμή κάλεσαν τον καλλιτέχνη να τον ρωτήσουν ποια τεχνική χρησιμοποιεί, πώς ανακατεύει τα χρώματα και άλλες λεπτομέρειες…Ο ζωγράφος δεν είχε καμιά διάθεση να συνδιαλεχτεί μαζί τους. Τους βαριόταν τέτοιους τύπους, για αυτό και τόσα χρόνια δεν πουλούσε πίνακες. Δεν ήθελε να τους χαριστεί. Και τώρα έπρεπε και να τους μιλήσει από πάνω. Με βαριά βήματα πλησίασε και στάθηκε απέναντί τους. Τους κάρφωσε με το βλέμμα του, τον κάρφωσαν και αυτοί. Το στόμα του είχε αρχίσει να στεγνώνει και ήθελε απεγνωσμένα να πιει μία μπύρα. Σκέφτηκε τους φίλους του στην παμπ που τον περίμεναν, σκέφτηκε τα λουλούδια που δε θα ήθελαν καθόλου να γίνουν θέαμα στα αποκρουστικά, κλασικά διακοσμημένα σαλόνια μονόχνοτων κυρίων και κυριών. Τους πίνακές του τους αγαπούσε, ήταν μέρος του εαυτού του. Πήγε να ανοίξει το στόμα του να μιλήσει…δεν μπόρεσε όμως να βγάλει ούτε μία λέξη…κοίταξε τους πίνακές του…και από την άλλη κοίταξε τους προσκεκλημένους με τα σκούρα κοστούμια, τα ρολόγια τσέπης, μύρισε την απεχθή μυρωδιά της πίπας…γύρισε και κοίταξε και την γκαλερίστα, με τη γερασμένη επιδερμίδα… Οι περιθωριακοί φίλοι του τον περίμεναν στην παμπ. Άρχισε να ξεκρεμάει τους πίνακές του…τους κατεβάσε, τους έβαλε τον έναν πάνω στον άλλο…και χωρίς να κοιτάξει το παγερό βλέμμα των υπολοίπων, έφυγε αφήνοντας πίσω του τους προσκεκλημένους και τη γκαλερίστα να κοιτάνε με απορία…Η πάμπ ήταν δύο δρόμους πιο κάτω. Τα βήματά του ήταν γρήγορα, ανάλαφρα. Έφτασε στην παμπ και απόθεσε τους πίνακες πάνω στο μπαρ. Όλοι θαύμασαν την τέχνη του. Τους μίλησε για την τεχνική του, τους είπε πώς ανακάτεψε τα χρώματα, τους αφηγήθηκε πώς προσπαθώντας να ζωγραφίσει ένα τοπίο τον έπιασε βροχή και έτρεχε μέσα στον κατακλυσμό να γλιτώσει το έργο του…και οι φίλοι του τον κοιτούσαν με αληθινό θαυμασμό και έπιναν όλοι μαζί τις αγαπημένες τους μπύρες. Έπεσε λίγη μπύρα σε έναν πίνακα. Η παπαρούνα κούνησε τα κόκκινα πέταλά της. Ήταν σαν να έλεγε στον καλλιτέχνη…ευτυχώς μας γλίτωσες από τους άνυδρους τοίχους των σαλονιών των προσκεκλημένων…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου