Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

Για τον παππού μου (Δομνίκα ή Νίκα)


Ο παππούς
Κατερίνη, 2009

Πως κατάντησα έτσι; Εκείνο το δένδρο που βλέπω εκεί μακριά, ναι είναι μία βελανιδιά. Τι μου θυμίζει... ένα και μόνο δένδρο μπορεί να σου φέρει τόσες θύμισες!
Ήταν εκείνη η βελανιδιά στην άκρη του ποταμού. Μια βελανιδιά μεγάλη, επιβλητική. Εκεί συνήθιζα να πηγαίνω όταν ήθελα να απομονωθώ. Πολλές φορές είχα μαζί μου ένα σουγιά και έδινα σχήματα στις φλούδες που έκοβα από τους κορμούς των δένδρων. Μια μέρα είχα πάει στο αγαπημένο μου δένδρο, ήμουν γύρω στα δέκα πέντε. Ήταν μια περίοδος που ήθελα να απομονώνομαι, να διαβάζω, να γράφω. Άρχιζα να βλέπω τις γυναίκες διαφορετικά, καταλάβαινα ότι κάτι μου συνέβαινε. Και εκείνο το πρωινό είχα δει τη Δομνίκα….

Δομνίκα ή Νίκα
Έδεσσα, 1926

Ένα απόγεμα ανοιξιάτικο, Μάιος ήταν, ο Τάσος κάθονταν κάτω από το αγαπημένο του δένδρο και ζωγράφιζε. Μια μικρή κοπέλα, πιο μικρή από αυτόν, πέρασε από εκεί μπροστά και πέταξε ένα εργόχειρο στο νερό. Ήταν έθιμο εκείνη την εποχή τα κορίτσια να πετάνε το πρώτο τους εργόχειρο στο ποτάμι, ώστε τα επόμενα που θα έκαναν να ήταν καλύτερα. Η κοπέλα δεν είχε αντιληφθεί τον Τάσο που κάθονταν κάτω από το δένδρο. Καθώς παρατηρούσε το εργόχειρό της, που το παράσερνε η ροή του ποταμού, ο Τάσος παρατηρούσε την κοπέλα. Είχε όμορφα, ξανθά μαλλιά πλεγμένα σε δύο πλεξούδες που ακουμπούσαν στην πλάτη της. Φορούσε ένα λεμονί φορεματάκι, μακρύ μέχρι τους αστράγαλους. Σηκώνοντας το λίγο για να μη βραχεί, ο Τάσος είδε τις γάμπες της, κατάλευκες και τα σοσονάκια της ξεπρόβαλλαν με τη μικρή δαντελίτσα. Όταν γύρισε να φύγει είδε το πρόσωπό της. Έμοιαζε με τις ηθοποιούς του βωβού κινηματογράφου... Τον κοίταξε και γούρλωσε τα μάτια της...αισθάνθηκε ντροπή που ήταν εκεί κοντά και την κοιτούσε. Χαμήλωσε το βλέμμα της και έφυγε με μικρά και γρήγορα βήματα. Ο Τάσος συνέχιζε να την κοιτάζει καθώς απομακρύνονταν. Ήταν μικρή, όμως τόσο χαριτωμένη και όμορφη.
Από εκείνo το απόγευμα τη σκεφτόταν συνέχεια. Του είχε αφήσει μια όμορφη αίσθηση μέσα του. Θα της χάριζε κίτρινες κορδέλες για τα ξανθά μαλλιά της. Αν θα έβρισκε το θάρρος θα ακουμπούσε φευγαλέα και το χέρι της. Ήξερε πού να την βρει…ήταν η ανιψιά της θετής του μητέρας, της Μαμαλένης…την είχε αναγνωρίσει...ίσως να τον είχε αναγνωρίσει και η Δομνίκα…έτσι την έλεγαν…


DK 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου