Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2012

Ο κύριος με το σκαμπό


Είχε ένα μαγαζάκι, με καπέλα, σκουφάκια, κασκόλ και άλλα σχετικά, σε ένα στενό αλλά κεντρικό δρόμο της μικρής του πόλης. Κάθονταν κάθε μέρα σε ένα άβολο σκαμπό και κοιτούσε τον κόσμο που περνούσε. Εκεί κάθονταν χειμώνα-καλοκαίρι. Αψηφούσε το κρύο, αγαπούσε τη ζέστη. Ένιωθε πόνο σε όλο του το σώμα, αλλά η ζαλάδα του ποτού τα διέγραφε όλα. Το ποτήρι με το ποτό το είχε πάντα πλάι του. Έπινε πολύ, εδώ και χρόνια. Στη ζωή ήταν μόνος. Είχε κάποιους φίλους αλλά πλέον είχε ξεκόψει και από αυτούς. Είχε βυθιστεί κυριολεκτικά στο ποτό.
Όποτε έμπαινε κάποιος πελάτης στο μαγαζί, σηκώνονταν βαριά βαριά, προσπαθούσε να μιλήσει χωρίς να προδοθεί και ξεπροβοδίζοντας τον, έπιανε ξανά το σκαμπό του. Το μεσημέρι έκλεινε το μαγαζί του και τρεκλίζοντας πήγαινε δύο τετράγωνα πιο πέρα, στο μικρό του διαμέρισμα. Η ζωή του κάθε μέρα ήταν η ίδια. Το σπίτι του το ένιωθε ολοένα και πιο άδειο. Τουλάχιστον στο μαγαζάκι του έμπαινε, έβγαινε κόσμος, κοιτούσε τα αυτοκίνητα. Παρατηρούσε.
Μια μέρα ξύπνησε σχετικά πιο αργά. Ένιωθε πολύ άσχημα. Δεν είχε κουράγιο να πάει στο μαγαζί του, αλλά ήθελε να πάει. Ξεκίνησε, περπάτησε νωχελικά. Η απόσταση του φάνηκε πιο μεγάλη από κάθε άλλη φορά. Όλα του φαίνονταν θολά. Άνοιξε τα ρολά του μαγαζιού του, άνοιξε την πόρτα και έβγαλε το σκαμπό του. Πήρε το ποτήρι του και έκατσε στην άκρη του πεζοδρομίου. Ήπιε δυο, τρεις γουλιές και αισθάνθηκε καλύτερα. Προσπάθησε να σηκωθεί, καθώς είδε μια κυρία με το παιδάκι της να μπαίνουν στο μαγαζί. Δεν τα κατάφερε όμως. Η κυρία άρχισε να ενοχλείται, το παιδάκι να τρέχει πέρα δώθε. Όσο και αν προσπάθησε δεν τα κατάφερε να σηκωθεί. Κάποια στιγμή το παιδάκι βγήκε και τον κοίταξε στα μάτια. Το κοίταξε και αυτός. Και τότε θυμήθηκε. Έτσι είχε κοιτάξει και ο ίδιος, όταν ήταν μικρός, έναν κύριο έξω από το μπακάλικο του χωριού του. Η μάνα του είχε σπεύσει να του κλείσει τα μάτια με την παλάμη της. Ο κύριος κάθονταν στην ξύλινη καρέκλα, έξω από το μπακάλικο, νεκρός από το αλκοόλ, με τα μάτια του ακόμη ανοιχτά και με το χέρι να κρατάει σφιχτά το ποτήρι με το ποτό.
Έλα παιδί μου, πάμε, μη κοιτάς, ο κύριος κοιμάται…θα σου πάρω από άλλο μαγαζί σκουφάκι και κασκόλ…πάμε…είπε βάζοντας την παλάμη της στο πρόσωπο του μικρού παιδιού…ανάμεσα όμως από τα δάχτυλα της το παιδάκι διέκρινε το παγωμένο βλέμμα του κυρίου που καθόταν στο σκαμπό, με το ποτήρι σφιχτά στη χούφτα του…

DK

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου