Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

Για τον παππού μου (οι λεμονί κορδέλες)

Ο παππούς
Κατερίνη, 2009

Κοιτάζω εκείνο το κουτί με τα γλυκά…είναι τυλιγμένο με μια όμορφη λεμονί κορδέλα…λεμονί κορδέλα…σαν εκείνη που είχα χαρίσει στη Νίκα για τις πλεξούδες της…





Έδεσσα 1926
Την επομένη αγόρασε κίτρινη κορδέλα, από ένα μικρό μαγαζάκι πίσω από το τζαμί, την έκοψε σε δύο ίσα κομμάτια, τα τύλιξε ρολό και τα έκρυψε στην τσέπη του παντελονιού του. Μόλις σχόλασε, πέρασε πρώτα από το εργοστάσιο που δούλευε η μητέρα του, όπως συνήθιζε κάθε μέρα και συνέχισε. Πήρε τον κατήφορο και βγήκε στο δρόμο για το σπίτι της Δομνίκας. Την περίμενε να γυρίσει σπίτι της. Δεν άργησε να φανεί. Ήταν το ίδιο όμορφη, όπως εκείνο το πρωινό στο ποτάμι. Μόλις τον αντίκρισε στη γωνία του δρόμου, πάλι γούρλωσε τα μάτια της και κατέβασε το πρόσωπό της. Δεν ήθελε να δείξει την ντροπή της. Ο Τάσος πρότεινε το χέρι του μπροστά της.
-Σου πήρα αυτές τις λεμονί κορδέλες για τις πλεξούδες σου, της είπε, χωρίς να διστάσει καθόλου.
Η Δομνίκα, τον κοίταξε με απορία. Τα δευτερόλεπτα κύλησαν τόσο αργά, λες και ήταν ώρες ολάκερες. Με δισταγμό πήρε τις κορδέλες από τη χούφτα του Τάσου. Τα χέρια τους αγγίχτηκαν. Ο Τάσος ένιωσε υπέροχα, η Δομνίκα ένιωσε αμηχανία. Πήρε τις κορδέλες και τις έκρυψε στο πουγκί της. Είπε δειλά ένα «ευχαριστώ» και προχώρησε. Ο Τάσος δε σταμάτησε να την κοιτάζει, μέχρι που έστριψε στην άλλη γωνία. Δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Ήξερε όμως ότι το έκανε από ντροπή. Αυτό που είχε τώρα στο νου του ήταν να δει τη Δομνίκα να φοράει τις κορδέλες στα μαλλιά της.
Την άλλη μέρα η Δομνίκα, καταχαρούμενη με το δώρο του Τάσου -τον είχε αναγνωρίσει, ήταν ο θετός γιος της θείας της- πήγε στη γιαγιά της. Θα της έλεγε ότι τις κορδέλες τις αγόρασε από το μαγαζάκι με λεφτά που μάζευε εδώ και καιρό, αλλά μόνο άμα τη ρωτούσε.
-Γιαγιά θέλω να μου κάνεις δύο πλεξούδες και να μου βάλεις φιόγκο αυτές τις κορδέλες…
-Ωραίες λεμονί κορδέλες Δομνίκα μου…Πάνω κορίτσι, κάτω μαλλιά…πάνω κορίτσι κάτω μαλλιά…δεν σχολίασε τίποτα περισσότερο η γιαγιά της, ήταν και αυτή κάποτε κοπελίτσα και ήξερε…
Η γιαγιά αγαπούσε πολύ την εγγονή της. Από τότε που πέθανε η μητέρα της Δομνίκας, η κόρη της η Πελαγία, την είχε αδυναμία. Την έπαιζε, τη φρόντιζε, την κοίμιζε. Πονούσε για το θάνατο της κόρης της, πονούσε και για το μοναδικό κοριτσάκι που άφησε πίσω της. Η Δομνίκα, ένιωθε έντονη ανασφάλεια από τότε που είχε χάσει τη μητέρα της και είχε προσκολληθεί στη γιαγιά της. Εκείνη ήταν το καταφύγιό της. Ο πατέρας της ήταν απόμακρος. Ουσιαστικά δεν μπορούσε να αναθρέψει μόνος του τη μικρή και αντιλαμβανόμενος την αδυναμία του, την άφηνε να πηγαίνει στη γιαγιά της. Έτσι περνούσε ώρες πολλές μαζί της. Της άρεσε να της διηγείται παραμύθια. Της άρεσε να της χαϊδεύει τα μαλλιά της. Κάθε άγγιγμα της γιαγιάς της, κάθε παραμύθι την έφερνε πιο κοντά στη μητέρα της που δεν είχε προλάβει να γνωρίσει, στη μητέρα της που φαντάζονταν το πρόσωπό της….




DK

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου