Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παραμύθι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παραμύθι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

Το «διαδικτυακό» σχολείο



Τα κοχύλια και οι αστερίες ήταν ακόμη αραδιασμένα στην αυλή, όταν είχε έρθει η μέρα να πάει ο μικρός Πέτρος στο σχολείο. Ήταν τα λάφυρα από το βυθό της θάλασσας, στις ατελείωτες βουτιές με τους δύο αγαπημένους φίλους του, τον Κωστή και το Δημήτρη.
Ξεκίνησε με μια δανεική τσάντα στον ώμο. Περπάτησε αρκετά μέχρι να φτάσει στη Χώρα της Ερεικούσας. Όσο πλησίαζε στο σχολείο παρατηρούσε πως δεν άκουγε παιδικές φωνές. Με τα μάτια του έψαχνε να βρει τον Κωστή και το Δημήτρη. Τότε θυμήθηκε κάτι που είχε ακούσει τελευταία για το σχολείο σε συζητήσεις των μεγάλων, πως δε θα υπήρχαν αρκετά παιδιά αυτή τη σχολική χρονιά, αλλά δεν έδινε και τόση σημασία. Ήξερε πως η οικονομική κρίση στη χώρα δυσκόλευε τη ζωή των ανθρώπων, όμως ήταν αρκετά μικρός για να τα καταλάβει όλα αυτά. Στην αυλή τον περίμεναν μία άγνωστη κυρία και ο παπάς του νησιού.
-Η άγνωστη κυρία θα πρέπει να είναι η δασκάλα, σκέφτηκε, αλλά τα υπόλοιπα παιδιά που να είναι; Μήπως να αρρώστησαν τελευταία στιγμή; Μήπως να ξέχασαν να ξυπνήσουν; Αναρωτήθηκε.
-Γεια σου Πέτρο, είμαι η κυρία Αλκμήνη, του συστήθηκε η δασκάλα.
 ραίο όνομα, σκέφτηκε από μέσα του.
Ο παπάς έκανε τον καθιερωμένο αγιασμό, δίνοντας την ευχή του και έφυγε αφήνοντας τη δασκάλα και τον Πέτρο μόνους.
- Πού είναι οι συμμαθητές μου, κυρία Αλκμήνη;
-Οι συμμαθητές σου Πέτρο βρίσκονται εδώ μέσα, στον ηλεκτρονικό υπολογιστή.
-Μέσα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή; Πώς γίνεται αυτό;
-Οι φίλοι σου έφυγαν με τους γονείς τους από την Ερεικούσα Πέτρο. Είναι βλέπεις η κρίση που τους ανάγκασε. Έμεινε μόνο η οικογένειά σου καθώς και λίγες ακόμη. Ακόμη και εγώ, μόλις σου δείξω τον τρόπο διδασκαλίας θα φύγω, πρέπει να παρουσιαστώ σε ένα σχολείο της Κέρκυρας.  
Ο Πέτρος κατέβασε το κεφαλάκι του.
-Έφυγε και ο Κωστής με το Δημήτρη… μονολόγησε.
Κοιτούσε τη δασκάλα του και τον ηλεκτρονικό υπολογιστή προσπαθώντας να καταλάβει. Του φαίνονταν όλα τόσο παράξενα! Ήθελε να ξαναδεί τους φίλους του, να παίξει στην αυλή μαζί τους, αλλά τώρα χάθηκαν τα πάντα για αυτόν.
Η δασκάλα του αντιλήφθηκε την ανησυχία του και άνοιξε τον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Η οθόνη από μαύρη έγινε χρωματιστή και η αίθουσα του σχολείου από βουβή γέμισε φωνές. Η σύνδεση με μια τάξη της πρώτης δημοτικού έφερε τον Πέτρο ανάμεσα σε είκοσι συνομήλικα παιδιά. Ο Πέτρος σάστισε, δεν ήξερε αν έπρεπε να μιλήσει, δεν ήξερε τι να πει.
Ένας κύριος τον καλωσόρισε στην τάξη.
-Πέτρο καλώς ήρθες στην τάξη μας, είμαι ο δάσκαλος σου, όπως και των είκοσι αυτών μικρών μαθητών. Κάθε μέρα θα παρακολουθείς μαζί μας τα μαθήματα. Δεν θα είσαι μόνος. Έχεις όλους εμάς κοντά σου, έστω μπροστά στην οθόνη ενός υπολογιστή. Έτσι δεν είναι παιδιά;
-Ναι! απάντησαν όλα μαζί.
Ο Πέτρος άκουγε, έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο στα προσωπάκια των συμμαθητών του, ψάχνοντας να βρει τους δύο αγαπημένους του φίλους. Ένα ένα συστήθηκαν:
-Ανδρέας, Κώστας, Ελένη, Μαρία, Πόπη, Γιώργος
Αφού έφυγε η αρχική αμηχανία, η γλώσσα του Πέτρου λύθηκε.
-Με λένε Πέτρο, όλοι οι φίλοι μου έχουν φύγει… ο Κωστής και ο Δημήτρης… μόνο ο φίλος μου, το σκιάχτρο έμεινε στον αμπελώνα μας, ο Αχυρένιος. Ακούω κόρνες αυτοκινήτων;
-Όχι Πέτρο, αυτό είναι το κουδούνι, χτύπησε για το σχόλασμα, είσαι ελεύθερος να παίξεις τώρα, του είπε ο δάσκαλος , θα τα πούμε ξανά αύριο, για σήμερα σχολάσατε.
-Γεια σου Πέτρο, αύριο πάλι, χαιρετισμούς στον Αχυρένιο… φώναξαν οι συμμαθητές του και ξεχύθηκαν έξω από την τάξη.
Ο Πέτρος απέμεινε να κοιτάζει την οθόνη.
-Να παίξω…μα με ποιον να παίξω; Είπε σιωπηλά και παρέμεινε καθιστός να παρατηρεί την αίθουσα του άλλου σχολείου. Δεν διέφερε και πολύ από τη δική του, ήταν και οι δύο ωραίες, στολισμένες με ζωγραφιές παιδιών. Μόνο που στη δική του τάξη τα θρανία ήταν αδειανά, χωρίς κασετίνες και τσάντες. Άπλωσε το χεράκι του και άγγιξε την οθόνη.
Η κυρία Αλκμήνη, που τόσην ώρα έστεκε υπομονετικά δίπλα του, τον  αγκάλιασε τρυφερά και του εξήγησε ότι δε θα χρειάζεται να ταλαιπωρείται κάθε μέρα και να μετακινείται από το σπίτι του στο σχολείο της Χώρας. Θα μπορούσε να παρακολουθεί το διαδικτυακό σχολείο από το σπίτι του.
-Θα τα καταφέρεις Πέτρο, είσαι έξυπνο αγόρι, να πιστεύεις στις δυνάμεις σου, του είπε, δίνοντάς του τα σχολικά βιβλία και συνέχισε:
-Θα είμαι κοντά σου για ότι με χρειαστείς.
Όπως έφευγαν μαζί από το σχολείο, ο Πέτρος, με τη βαριά, από τα βιβλία, δανεική τσάντα στους ώμους, γύρισε και κοίταξε για μια ακόμη φορά την τάξη του.
-Ίσως και να ξαναγυρίσω του χρόνου, αν η κρίση περάσει, σκέφτηκε.  
Πήρε το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι του. Όταν πλησίασε στον αμπελώνα, κοντοστάθηκε.
-Η αυλή του σπιτιού θα είναι η αυλή του σχολείου μου και εσύ Αχυρένιε, θα είσαι ο συμμαθητής μου, σκέφτηκε και έκανε ένα σάλτο μπροστά στον Αχυρένιο.  
-Όταν θα χτυπάω την κουδούνα θα βγαίνουμε για διάλειμμα. Θα σου γνωρίσω και τους υπόλοιπους συμμαθητές μου. Θα δεις, θα περάσουμε ωραία. Θα μάθουμε να γράφουμε και να μετράμε. Μόνο να κάθεσαι φρόνιμα στην τάξη, να μην κάνεις φασαρία!
Ο Αχυρένιος παρέμεινε ακίνητος να τον κοιτάζει, το ίδιο και ο Πέτρος. Μπορεί να του έλλειπε ο Κωστής και ο Δημήτρης όπως και ένα αληθινό σχολείο, μπορεί να τον στεναχωρούσε η κρίση που συζητούσαν οι μεγάλοι, μπορεί να του φαίνονταν λίγο παράξενο να πηγαίνει σε «διαδικτυακό» σχολείο με «διαδικτυακούς» συμμαθητές, αλλά βρήκε μια ανεξήγητη χαρά μέσα από όλα αυτά. Πήγε στην αυλή, έβαλε στην άκρη τα κοχύλια και τους αστερίες και άνοιξε τα σχολικά του βιβλία. Ένας καινούργιος κόσμος ανοίγονταν μπροστά του. 

Δομνίκη Καράντζιου

Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

Το φεγγαρένιο αερόστατο



Η Φεγγαρένια ήταν ένα μικρό κοριτσάκι με μακριά κιτρινοπορτοκαλί μαλλιά και πρόσωπο μακρουλό, σαν το μισοφέγγαρο. Ο μπαμπάς της ήταν αστρονόμος, δηλαδή μελετούσε τα άστρα, τους πλανήτες και κυρίως το φεγγάρι. Η μαμά της ήταν ποιήτρια, έγραφε για τον ουρανό, τα άστρα και κυρίως για το ολόγιομο φεγγάρι. Η Φεγγαρένια κάθε βράδυ, με τη γάτα της τη Ρένια αγκαλιά, ξάπλωναν στο κρεβάτι και από το φεγγίτη του δωματίου της χάζευαν τον στολισμένο με αστέρια νυχτερινό ουρανό. Έκλειναν τα μάτια και ονειρεύονταν μαζί ταξίδια στο φεγγάρι, μέχρι να τις πιάσει ο ύπνος…..

-Σήκω, σήκω Ρένια…φεύγουμε για το φεγγάρι. Φούσκωσα το αερόστατο…
-Νιάου….έκανε η γάτα νωχελικά.
-Σήκω σου λέω και άσε τα νιαουρίσματα…σου ετοίμασα και το καλάθι σου, έβαλα την αγαπημένη σου κουβέρτα μην κρυώσεις…έλα φεύγουμε…
-Νιάου…νιάου….ξανάκανε η γάτα, τεντώνοντας τα μπρος και τα πίσω πόδια, με μία αργή και νιαζιάρικη κίνηση.
Κατέβηκαν στην αυλή και με ένα σάλτο πήδηξαν μέσα στο αερόστατο. Η Ρένια κούρνιασε στο καλάθι της, με την αγαπημένη της κουβέρτα. Η Φεγγαρένια άρχισε να πετάει τα βαρίδια για να πάρει το αερόστατο ύψος…και όσο ελευθέρωνε ένα ένα τα βαρίδια, τόσο το αερόστατο πετούσε πιο ψηλά….
-Ρένια βλέπεις το σπίτι μας; όλο και μικραίνει.... γεια σου μαμά και μπαμπά… μέχρι να ξημερώσει θα γυρίσω …μην ανησυχείτε, πάω μέχρι το φεγγάρι και θα γυρίσω….
-Νίαου…Νιάου…χαιρέτησε και η Ρένια με τη σειρά της, τεντώνοντας το σώμα της, για να μπορεί να βλέπει από το καλάθι.
Το αερόστατο πετούσε τώρα ψηλά στον ουρανό. Το κοριτσάκι και η γάτα κοιτούσαν από ψηλά την πόλη που αφήνανε, τα λιγοστά φωτάκια των σπιτιών που τρεμόπαιζαν στο σκοτάδι, το φάρο στο λιμάνι που αναβόσβηνε το κόκκινο φωτάκι του. Κοιτούσαν και ξανακοιτούσαν και δεν χόρταιναν το πρωτόγνωρο ταξίδι τους. Τα κεφαλάκια τους ξεπρόβαλλαν έτσι όπως τεντώνονταν και πατούσαν στις μύτες των ποδιών τους. Το φεγγάρι από ψηλά, φώτιζε το αερόστατό τους και όσο το πλησιάζανε τόσο τα χρώματα του μπαλονιού του διακρίνονταν καλύτερα. Κάποια στιγμή, το αερόστατο πέταξε τόσο ψηλά που η Φεγγαρένια και η Ρένια έβλεπαν ολόκληρη τη γη.
-Τι όμορφη που είναι….αναφώνησε η Φεγγαρένια. Είναι τόσο διαφορετική από ψηλά....και να σκεφτείς Ρένια πως το σπίτι μας είναι κάπου εκεί…..
-Νιάου, νιάου, συμφώνησε και η Ρένια κοιτάζοντας και αυτή με τα σκιστά, γκριζοπράσινα μάτια της τη γη.
-Κοίτα Ρένια, πλησιάζουμε στο φεγγάρι…Κοίτα πόσο διαφορετικό είναι! Τί υπέροχο χρώμα που έχει!
-Νιάου, νιάου….αναφώνησε η γάτα, γουρλώνοντας τα σκιστά της μάτια.
Το αερόστατο πετούσε όλο και πιο ψηλά, ολοένα πιο μακριά από τη γη και πιο κοντά στο φεγγάρι. Η Φεγγαρένια και η Ρένια θαύμαζαν τη γη από τη μία και το φεγγάρι από την άλλη, μέχρι που….
-Ρένια, Ρένια…σαν να ξεφουσκώνει το μπαλόνι του αερόστατου…
-Νιάου, Νιάου…έκανε η Ρένια με ένα φοβισμένο νιαούρισμα….
-Το αερόστατο δεν έχει άλλον αέρα…θα χαθούμε στο απέραντο σύμπαν...
Το αερόστατο ξεφούσκωνε, ξεφούσκωνε .....όμως ξαφνικά....αισθάνθηκαν ένα δυνατό τρανταγμα...για μια στιγμή τρόμαξαν και αγκαλιάστηκαν σφιχτά...η ανάσα τους είχε σταματήσει....Η Φεγγαρένια σήκωσε το κεφαλάκι της ψηλά.  Και τί να δει;.....το αερόστατο όπως πλησίασε στο φεγγάρι το παρέσυρε μέσα στα πανιά του…. Το φεγγάρι, σαν μια μπάλα λαμπερή, είχε μπει μέσα στα σχεδόν ξεφούσκωτα πανιά του αερόστατου και το οδηγούσε στο ταξίδι του γύρω από τη γη.
-Κοίτα, κοίτα Ρένια, δεν είναι πανέμορφο το φεγγάρι από κοντά; Το έχουμε πάρει μαζί μας, ταξιδεύουμε μαζί του, ίσως το κατεβάσουμε στη γη, θα τρελαθούν από τη χαρά τους ο μπαμπάς και η μαμά μου, οι φίλοι μου….
-Νιάου, νιάου, έκανε η Ρένια σαν να συμφωνούσε. Ήθελε και αυτή να δουν το φεγγάρι οι γάτοι φίλοι της.
Χάζευε και αυτή το αερόστατο με το φεγγάρι στα πανιά του και τα μουστάκια της γελούσαν και αυτά. Έκανε ένα γουργούρισμα όλο χαρά και βυθίστηκε στη ζεστασιά της κουβερτούλας της. Είχε κουραστεί να σκύβει από το καλάθι του αερόστατου και έτσι προτίμησε τη θαλπωρή της κουβερτούλας.
Η Φεγγαρένια χοροπηδούσε από τη χαρά της, δεν πίστευε στα μάτια της. Το αερόστατο, με τη Ρένια και τη Φεγγαρένια και το φεγγάρι στα πανιά του συνέχιζε το γύρο της γης…
-Ρένια, είναι το πιο όμορφο ταξίδι που έχω κάνει. Κοίτα η Μεσόγειος θάλασσα! η Αφρική με την έρημο Σαχάρα! κοίτα κοίτα η Νότιος Αμερική! οοοο ο Ειρηνικός ωκεανός....τί μεγάλος που είναι!
-Νιάου….απάντησε η Ρένια, κάπως αδιάφορα αυτή τη φορά...ένιωθε λίγη ζαλάδα και τα μουστάκια της ήταν λίγο μαραμένα. 
-Τί νιαούρισμα ήταν αυτό; Ρένια γιατί δεν σηκώνεσαι να χαρείς;  
Η Φεγγαρένια γύρισε, την κοίταξε και την πήρε αγκαλιά.
-Δε νιώθεις καλά γατούλα μου; Τί έχεις; Δεν απολαμβάνεις το ταξίδι με το φεγγάρι; Σου λείπει η γη, το σπίτι μας, τα ποντικάκια της γειτονιάς;
Η Ρένια μόνο γουργούριζε. Δεν είχε δυνάμεις να νιαουρίσει. 
-Ρένια μάλλον έχεις δίκιο. Τόσην ώρα μόνο γυρίζουμε γύρω από τη γη. Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ. Φοβάμαι πως έτσι όπως παγιδεύτηκε το φεγγάρι στο αερόστατο δεν θα γυρίσουμε ποτέ πίσω…δε θα ξαναδούμε το σπίτι μας, η μαμά και ο μπαμπάς θα μας ψάχνουν…εκτός και αν....
-Νιάου, αποκρίθηκε η γάτα, βρίσκοντας ξανά τις δυνάμεις της και τινάζοντας με μιας την κουβέρτα της.
-Ρένια πήρες δυνάμεις. Πόσο χαίρομαι για αυτό. Με ανησύχησες γατούλα μου. Όμως κάτι πρέπει να κάνουμε γρήγορα. Πρέπει να πείσουμε το φεγγάρι να μας κατεβάσει στη γη, σε λίγο θα ξημερώσει και πρέπει να βρίσκομαι στο κρεβάτι μου όταν θα έρθει η μαμά μου να με ξυπνήσει.
Η Ρένια το μόνο που έκανε ήταν να αφήσει ένα γουργουρισμα, σαν γατίσιο αναστεναγμό στην αγκαλιά του κοριτσιού. Κάτι έπρεπε να κάνουν, η αλήθεια ήταν πως δεν μπορούσαν να ταξιδεύουν για πάντα, με το φεγγάρι γύρω γύρω από τη γη. Έπρεπε να κατεβούν. Το φεγγάρι, που τόσην ώρα απολάμβανε και αυτό την παρέα τους, άκουσε τον προβληματισμό τους. Δεν ήθελε να τις φέρει σε δύσκολη θέση. Μπορεί να συγκινήθηκε που δεν ήταν μόνο του στο αιώνιο ταξίδι του γύρω από τη γη, μπορεί να χαίρονταν που έδειχνε τις ηπείρους και τους ωκεανούς στη Φεγγαρένια και τη Ρένια, αλλά έπρεπε να τις βοηθήσει να επιστρέψουν. Χωρίς καθυστέρηση, άλλαξε την τροχιά του και κατέβασε το αερόστατο στη γη. Η Φεγγαρένια και η Ρένια ανακουφίστηκαν όταν άρχισαν να βλέπουν ξανά τα σπιτάκια της πόλης τους να μεγαλώνουν στα μάτια τους, τα φωτάκια να φαίνονται πιο έντονα και το φάρο στο λιμάνι να αναβοσβήνει το κόκκινο φως του. Γύρισαν στο φεγγάρι και του είπαν:
-Ευχαριστούμε φεγγάρι που μας ταξίδεψες. Ήταν υπέροχο να βλέπουμε τη γη από ψηλά.
-Νιάου, νιάου…αποκρίθηκε και η γάτα κοιτάζοντας για μια τελευταία φορά το φεγγάρι από τόσο κοντά.
Το φεγγάρι υποκλίθηκε, χαρίζοντάς τους το όμορφο χαμόγελό του και με μια κίνηση βγήκε από τα πανιά του αερόστατου γυρίζοντας μεμιάς στη θέση του. Θα συνέχιζε μόνο του την τροχιά του γύρω από τη γη, όπως θα συνέχιζε να λούζει με το φως του το δωμάτιο της Φεγγαρένιας και της Ρένιας κάθε βράδυ. Η νύχτα πλησίαζε στο τέλος της και η Φεγγαρένια κοιμόταν ήρεμα. Όταν η μητέρα της μπήκε το πρωί στο δωμάτιο της μικρής, η Φεγγαρένια είχε ήδη ξυπνήσει. Με τη Ρένια αγκαλιά, έπαιζε το χάρτινο αερόστατο που της είχαν χαρίσει πρόσφατα στα γενέθλιά της. Κάτι μουρμούριζε η μικρή που δεν το καταλάβαινε η μητέρα της, κάτι σαν «Αερόστατο θα μας ταξιδέψεις ξανά μέχρι το φεγγάρι; ξέχασα να του πω πως ήθελα να το γνωρίσω στους γονείς μου και στους φίλους μου, αλλά αυτό βιάστηκε να πάρει τη θέση του στον ουρανό....ξέχασα να του πω πως θα ήθελα μια φορά να πραγματοποιήσω το ονειρικό μου ταξίδι!»


Κυριακή 29 Απριλίου 2012

ο μικρός Ζαχαροπλάστης


Φορούσε τον σκούφο του, την άσπρη ρόμπα που είχαν ράψει ειδικά για αυτόν και κάθε μέρα, όταν άλλα παιδάκια πήγαιναν στον παιδικό σταθμό ή έπαιζαν στις αλάνες, αυτός χάνονταν στο εργαστήριο ζαχαροπλαστικής του πατέρα του. Ήταν ευκαιρία για αυτόν να βρίσκεται κοντά στον αγαπημένο πατέρα του, που η δουλειά του τον ανάγκαζε να μένει αρκετές ώρες στο εργαστήριο και να μην έχει χρόνο και κουράγιο να παίξει μαζί του. Ανάμεσα στα σακιά με τα αλεύρια, τη ζάχαρη, τα δοχεία με τα φρουί γλασέ και τη σοκολάτα κουβερτούρα, παρατηρούσε τα πάντα. Ενθουσιάζονταν όταν η κρέμα γάλακτος, από το πολύ χτύπημα με τη ζάχαρη άχνη, γίνονταν κάτασπρη σαντιγί και με κάθε ευκαιρία έβαζε το δαχτυλάκι του να δοκιμάσει τη γλυκιά, γαλακτώδη γεύση της. Χαίρονταν τόσο πολύ που δεν ήθελε να τον φωνάζουν με το όνομά του, το όνομα ενός μυθικού ήρωα που έκανε πολλούς άθλους.
-Με λένε Ζαχαροπλάστη, απαντούσε σε όσους τον ρωτούσαν.
Με το παιδικό μυαλό του, νόμιζε πως το καινούργιο του όνομά προέρχονταν από έναν μυθικό πλάστη, που ήταν από ζάχαρη και με αυτόν γίνονταν τα πιο μαγικά γλυκά. 
Μια μέρα λοιπόν, ο μικρός Ζαχαροπλάστης, με τον ξύλινο πλάστη στο χέρι, αποφάσισε πως ήταν αρκετά μεγάλος και έμπειρος για να κάνει το δικό του γλυκό. Πήρε μπισκοτάκια, τα αράδιασε σε ένα ταψάκι ρηχό, κατά λάθος του έπεσε λίγο γάλα και τα μπισκοτάκια μουλιάσανε ελαφρά και από πάνω άπλωσε, με ιδιαίτερη προσοχή, πραλίνα φουντουκιού. Με το κορνέ διακόσμησε το γλυκό του με σαντιγί και στο τέλος έβαλε ένα μικρό κερασάκι στο κέντρο. Με όλο το θάρρος που είχε, έβαλε το ταψάκι στο ψυγείο βιτρίνα, χωρίς κανείς να αντιληφθεί τις κινήσεις του.
Την επομένη, που ήταν μεγάλη εθνική γιορτή, κόσμος πολύς επισκέφτηκε το ζαχαροπλαστείο μετά την παρέλαση. Παιδιά, γονείς, στρατιωτικοί, όλοι περίμεναν να φάνε το γλυκό τους. Άλλοι παραγγείλανε προφιτερόλ, άλλοι πάστα σοκολατίνα, άλλοι πάστα παπουτσάκι και άλλοι από το γλυκό του μικρού Ζαχαροπλάστη, που δεν ήξεραν πώς να το ονομάσουν. Ο μικρός Ζαχαροπλάστης φορούσε τα καλά του και σερβίριζε τα γλυκά. Κάποια στιγμή τον κάλεσε ένας κύριος με στρατιωτικά ρούχα και παρά το δέος που του προκαλούσαν τα ρούχα του και το πηλίκιό του, ο μικρός Ζαχαροπλάστης του πρότεινε να δοκιμάσει το γλυκό του.
-Φέρε μου λοιπόν μικρούλη το γλυκό σου να το δοκιμάσω. Μόνο να μου βάλεις το κομμάτι με το κερασάκι. Και να ξέρεις, αν θα μου αρέσει θα σου δώσω το πηλίκιό μου να το φορέσεις για λίγο.
Τρέχει λοιπόν όλο χαρά ο μικρούλης, κόβει το κομμάτι με το κερασάκι και σερβίρει το γλυκό στον κύριο. Ο στρατιωτικός, κουρασμένος από την υπερένταση της παρέλασης, απόλαυσε το γλυκό του και δροσίστηκε από το νερό που το συνόδευε. Έβγαλε το πηλίκιό του και το φόρεσε στον μικρό Ζαχαροπλάστη. Ο μικρούλης του έσκασε το πιο πλατύ του χαμόγελο.
Ένα κλικ ακούστηκε ξαφνικά. Ο φωτογράφος της παρέλασης αποθανάτισε το χαμόγελό του. Ο κόσμος μέσα στο ζαχαροπλαστείο τον θαύμασε. Ήταν πολύ χαριτωμένος με το πηλίκιο του και καμάρωνε όλο περηφάνια. Ο πατέρας του τον πήρε αγκαλιά.
-Είσαι ο πιο μεγάλος ζαχαροπλάστης Ζαχαροπλαστένιε μου, το γλυκό σου έγινε σήμερα ανάρπαστο. Ξέρεις πώς θα το ονομάσουμε; πάστα πηλίκιο.
Ο μικρούλης απολάμβανε την αγκαλιά του πατέρα του. Τα ματάκια του ήταν καρφωμένα στο γλυκό του και στα μάτια του πατέρα του. Είχε καταφέρει να κάνει το πιο διάσημο γλυκό στην πόλη αλλά πάνω από όλα είχε καταφέρει να αποσπάσει την πιο ζεστή αγκαλιά του πατέρα του.

Παρασκευή 20 Απριλίου 2012

Ο Ασημάκης και το μικρό αστεράκι


Τον έλεγαν Ασημάκη γιατί είχε ασημένια όψη ή γιατί έτσι απλά τον βάφτισαν. Κανένας δεν ήξερε την αλήθεια και όλα αυτά γιατί…


Ο Ασημάκης κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί έβγαινε στη βεράντα και απολάμβανε το θέαμα του έναστρου ουρανού. Λάτρευε οτιδήποτε διαστημικό. Μετρούσε τα άστρα, παρατηρούσε τους πλανήτες και άλλες φορές έπιανε τα πινέλα του και ζωγράφιζε το σύμπαν. Μια ζεστή βραδιά του καλοκαιριού ο μικρός Ασημάκης παρατηρούσε τον ουρανό, όταν ξαφνικά είδε κάτι διαφορετικό… 
-Δεν σε έχω παρατηρήσει αστεράκι τόσο καιρό, είσαι καινούργιο αστέρι στο ουράνιο στερέωμα;
-Μόλις δημιουργήθηκα από μπόλικη αστερόσκονη και ασημόσκονη, του απάντησε το αστεράκι.
-Να σου συστηθώ λοιπόν, αφού δεν με γνωρίζεις, με λένε Ασημάκη.
-Ασημάκη; έχεις τόσο παράξενο όνομα, του είπε το αστέρι.
-Η αλήθεια είναι πως ναι είναι ασυνήθιστο. Και εσύ όμως μικρό αστεράκι, είσαι πολύ ασημένιο, έχεις μία ασυνήθιστη, ασημένια λάμψη.
-Τα μεγαλύτερα αστέρια μου έριξαν λίγη παραπάνω ασημόσκονη, για αυτό και γυαλίζω τόσο πολύ.
Ο Ασημάκης γέλασε και το αστεράκι επίσης. Κάποια στιγμή ένας μετεωρίτης πέρασε ξυστά από δίπλα του και το αστεράκι φταρνίστηκε, καθώς του γαργάλισε τη μύτη.
-Αψιού…έκανε και λίγη αστερόσκονη και ασημόσκονη έπεσε πάνω στον Ασημάκη.
-Με σκόνισες του είπε και έκανε να διώξει από πάνω του τη σκόνη. Του άρεσε όμως η λάμψη και με μια δεύτερη σκέψη αποφάσισε να μην ξεσκονιστεί.
-Αψιού… έκανε πάλι το αστεράκι και περισσότερη αστερόσκονη και ασημόσκονη έπεσε πάνω του.
Ωραίο το παιχνίδι με τα φταρνίσματα, σκέφτηκε ο Ασημάκης και επωφελήθηκε για να πάρει λίγο από τη λάμψη του αστεριού.
-Μπορείς να κρατήσεις την ασημόσκονή μου, μπορείς να πάρεις λίγο από τη λάμψη μου. Μόνο που θέλω μία χάρη, δε θέλω να πεις σε κανένα ότι εγώ σου την έδωσα, θέλω να είναι το μυστικό μας.
-Έχεις το λόγο μου, είπε και καμάρωσε με την αστερόσκονη και ασημόσκονή του. Αλλά αλήθεια γιατί δεν θέλεις να το πω σε κανέναν, ούτε στον καλύτερό μου φίλο;
-Είναι ο νόμος του σύμπαντος να κρατάμε τη διαστημική σύσταση για μας, δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Εδώ οι νόμοι είναι αυστηροί.
-Όπως νομίζεις αστεράκι, δε θα σε πιέσω, πάντως θα κρατήσω το μυστικό αφού έτσι το ορίζει το σύμπαν. Μόνο που θέλω και εγώ μία χάρη από εσένα.
-Πες μου ότι θέλεις και θα το κάνω.
-Θέλω να γίνουμε φίλοι. Δεν είναι μόνο η ασημόσκονή σου που μου χάρισες, αλλά θέλω να μου μιλάς κάθε βράδυ. Θέλω να μου λες τα νέα του σύμπαντος, των πλανητών, των ήλιων και όλων των κομητών.
-Υπέροχα, είπε το αστεράκι. Θα κατεβαίνω κάθε βράδυ πιο χαμηλά για να με ακούς και να μιλάμε. Εξάλλου και εγώ εδώ πάνω δεν έχω φίλους, όλα τα αστέρια είναι μακριά, εκατομμύρια έτη φωτός και δεν μπορώ να μιλάω μαζί τους.
Ο Ασημάκης και το αστεράκι γέλασαν ξανά. Ήταν πλέον φίλοι. Κάθε βράδυ το αστεράκι σίμωνε πιο κοντά στη γη και ο Ασημάκης έβγαινε στο μπαλκόνι του. Του έλεγε για τις περιπέτειες της ημέρας, ότι είχε συμβεί στο σχολείο, τα παιχνίδια του με τους φίλους του. Το αστεράκι του έλεγε για το σύμπαν, την κίνηση των πλανητών, τις εκρήξεις στον ήλιο, τα περάσματα των κομητών. Και ως ιδιαίτερα ευαίσθητο στα κρυώματα, όλο φταρνίζονταν και ο Ασημάκης λούζονταν από την ασημόσκονη και την αστερόσκονη.
Την ημέρα τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ο Ασημάκης απολάμβανε τη λάμψη του. Οι φίλοι του τον ρωτούσαν πώς και γυαλίζει έτσι. Οι δάσκαλοι έμεναν άναυδοι με τις γνώσεις του για το διάστημα. Οι γονείς του απορούσαν με το παιδί τους, αλλά κουβέντα δεν έλεγε σε κανέναν ο Ασημάκης για το τί και πώς. Ήξερε να κρατάει καλά το μυστικό του. Και όποιος τον ρωτούσε από πού απέκτησε αυτή την όμορφη λάμψη αυτός απαντούσε:
-Φταίει το όνομά μου μάλλον…και γελούσε κρυφά κοιτάζοντας τον έναστρο ουρανό με νόημα.

Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

Ο βοσκός με τη μαγική φλογέρα



Μια φορά και έναν μουσικό καιρό, ήταν ένας βοσκός που ζούσε στο ξέφωτο ενός δάσους, στην πλαγιά ενός βουνού, μαζί με τα 25 πρόβατά του. Μην έχοντας κανέναν να μιλήσει και να συναναστραφεί ο βοσκός είχε συνδεθεί πολύ με τα πρόβατά του, με τα ζώα του δάσους ακόμη και με τα δένδρα που θρόϊζαν τα φύλλα τους στο απαλό αεράκι. Συντροφιά του είχε και τη φλογέρα του, την οποία δεν αποχωριζόταν ποτέ. Στην καλύβα του διατηρούσε μία τεράστια συλλογή από φλογέρες, μικρές, μεγάλες, χοντρές, λεπτές.
Μια μέρα, ο βοσκός εκεί που έβοσκε τα πρόβατά του, στην άκρη ενός μικρού ρέματος, βρήκε μια καλαμιά διαφορετική και σκέφτηκε να φτιάξει από τον κορμό της μία ακόμη φλογέρα.  Και όπως έκοψε την καλαμιά από τη βάση της, άκουσε έναν σπαραχτικό ήχο μέσα από τον κούφιο κορμό της. Δεν έδωσε σημασία και κάθισε στο βράχο παραπέρα αρχίζοντας την κατασκευή της φλογέρας. Έτριβε την καλαμιά για να γίνει λεία και γυαλιστερή, έκανε τις τρύπες και σκάλισε το σημείο από όπου θα φυσούσε τον αέρα. Όταν τελείωσε έκανε ένα δοκιμαστικό φύσημα για να δει αν υπήρχαν ατέλειες στην κατασκευή του. Η φλογέρα έβγαλε έναν πρωτόγνωρο ήχο, έναν ήχο μελωδικό, έναν ήχο που δεν είχε ξανακούσει ποτέ στη ζωή του. Ο βοσκός ξαναφύσηξε για να σιγουρευτεί και πάλι η φλογέρα έβγαζε έναν ήχο μοναδικό. 
Ενθουσιασμένος ο βοσκός σηκώθηκε και πήγε γρήγορα να συναντήσει τα πρόβατα που βοσκούσαν ήρεμα παραπέρα. Ήταν ανυπόμονος να ακούσουν τα ζώα του τον μαγικό ήχο της φλογέρας. Αυτό που ακολούθησε δεν είχε ξανασυμβεί στα χρονικά. Η μουσική της φλογέρας ήταν μελωδική, την έπαιρναν τα φύλλα των δένδρων και με το θρόισμά τους την εμπλούτιζαν με νέες νότες και ήχους· το βουνό την αναπαρήγαγε με αντίλαλο και ακούγονταν σε κάθε πλαγιά και λαγκαδιά, από τη βουνοκορφή μέχρι τους πρόποδες. Ο βοσκός δεν σταματούσε να φυσάει και να παίζει τη μαγική του φλογέρα. Τα δέντρα συμμετείχαν και αυτά ασταμάτητα και το βουνό αντηχούσε τη μουσική παντού. Με τη φαντασία του έφερνε στα μάτια του την εικόνα ότι δίνει την πιο μεγάλη μουσική συναυλία και ο κόσμος τον αποθεώνει με χειροκροτήματα.  Η φλογέρα συνέχιζε να ηχεί, μέχρι που ο βοσκός κουράστηκε να φυσάει και σταμάτησε λαχανιασμένος.
Δεν είχε φτιάξει ποτέ του τόσο ωραία φλογέρα και δεν είχε παίξει ποτέ τόσο πολύ. Ούτε είχε συμβεί ποτέ τα φύλλα να θροΐζουν συμπληρώνουν τη μουσική της φλογέρας ούτε να ακούγεται η φλογέρα του με αντίλαλο σε όλο το βουνό. Αυτό που έζησε ήταν κάτι το μαγικό.
Άνοιξε τα μάτια του και διαπίστωσε πως τα πρόβατά του είχαν σκορπίσει όσην ώρα έπαιζε την αγαπημένη του φλογέρα χωρίς να το αντιληφθεί. Προσπάθησε να τα αναζητήσει, αλλά δεν μπορούσε να βρει τα ίχνη τους. Δεν άργησε να έρθει η νύχτα και ο βοσκός, στεναχωρημένος, γύρισε στην καλύβα του. Ένιωθε άσχημα που  αφοσιώθηκε στο να παίζει τη μαγική φλογέρα και αδιαφόρησε για τα πρόβατά του. Ξάπλωσε νηστικός και προσπάθησε να κοιμηθεί. Ο ύπνος τον πήρε πολύ αργά. Το χάραμα ξύπνησε από τις φωνές προβάτων. Ο βοσκός χαρούμενος όσο ποτέ έτρεξε αλαφιασμένος να τα αγκαλιάσει. Τα πρόβατά του έστεκαν απέναντι από την καλύβα. Με τον τρόπο τους του έδειξαν την απογοήτευσή τους. Το κρυάρι πήρε το λόγο:
-Δε θέλαμε να σου στερήσουμε τη χαρά να παίζεις μουσική με τη φλογέρα σου. Καταλάβαμε πως ονειρευόσουν να παίζεις σαν ένας μεγάλος μουσικός σε μια κεντρική μουσική σκηνή και θελήσαμε να απομακρυνθούμε για να ακολουθήσεις μια λαμπρή καριέρα. έτσι ήρθαμε να σε αποχαιρετίσουμε και να σου ευχηθούμε καλή επιτυχία.
Ο βοσκός δάκρυσε με όσα άκουσε. Δεν περίμενε ποτέ πως τα πρόβατά του θα τον αγαπούσαν τόσο πολύ. Ούτε και αυτός περίμενε ότι θα στεναχωριόνταν τόσο πολύ μακριά τους.
-Δεν θα σας αφήσω αγαπημένα μου πρόβατα. Για εσάς ζω και μόνο μαζί σας και για σας θέλω να παίζω τη μουσική μου. Δεν έχω συνηθίσει τη ζωή στην πόλη και σίγουρα θα ήμουν ο πιο άχαρος μουσικός για τους ανθρώπους.
Ο βοσκός αγκάλιασε ένα, ένα τα πρόβατα. Πήρε τη μαγική φλογέρα στα χέρια του και ξεκίνησε να παίζει συντροφιά με τα πρόβατα που κάθονταν τριγύρω του και απολάμβαναν τη μαγική μουσική που σκόρπιζε σε όλο το βουνό.

Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

Ντένις, ένα παιδάκι από μια χώρα παραμυθένια


Ο Ντένις, ήταν ένα παιδάκι ξεχωριστό. ΄Έπαιζε στις αλάνες, στις αυλές των σπιτιών και ήταν ευπρόσδεκτος σε κάθε παρέα. Όταν τον ρωτούσαν από πού είναι ο Ντένις απαντούσε πως είναι μισός Έλληνας, μισός Νιγηριανός. Και όπως ήταν μικρούλης προσπαθούσε να καταλάβει τι σημαίνει αυτό. Από τη μέση και πάνω Έλληνας και από τη μέση και κάτω Νιγηριανός ή το αντίστροφο; Προσπαθούσε να χωρίσει τον εαυτό του στα δύο. Δεν του έβγαινε όμως ο λογαριασμός. Γιατί τα πόδια του ήταν μακριά σαν του μπαμπά του, το πρόσωπο στρογγυλό σαν της μαμάς του. Η πατούσα του όμως και τα δαχτυλάκια των ποδιών του ήταν ίδια της μαμάς του, ενώ η μυτούλα του ίδια του μπαμπά του. Μπερδεύονταν. Μιλούσε τα ελληνικά το ίδιο καλά όσο και τα νιγηριανά. Αγαπούσε την Ελλάδα το ίδιο όσο και τη Νιγηρία. Ξαναμπερδεύονταν.  Ζωγράφιζε το ίδιο καλά όπως ο μπαμπάς του, άρα κατέληγε ότι το ταλέντο το πήρε από τον μπαμπά του και μιλούσε το ίδιο γλυκά όπως η μαμά του, άρα κατέληγε ότι πήρε τη γλυκύτητα της μαμάς του. Πάλι δεν μπορούσε να καταλήξει.
Μια μέρα σκέφτηκε πως θα μπορούσε να είναι νιγηριανός στο δεξί του μισό και έλληνας στο αριστερό του μισό. Αυτο του φαίνονταν πιο δίκαιο αλλά πάλι τον μπέρδευε γιατί δεν ξεχώριζε ακόμη καλά καλά το δεξί με το αριστερό.
Μια μέρα, στο τμήμα ζωγραφικής που παρακολουθούσε, η δασκάλα τον ρώτησε:
-Ντένις τι όμορφο τοπίο που ζωγράφισες! Από ποια χώρα είναι;
Ο Ντένις χάρηκε που άρεσε στη δασκάλα του η ζωγραφιά του. Η ερώτηση όμως που του έκανε τον έβαλε πάλι σε ένα μεγάλο δίλημμα. Από ποια χώρα ήταν; Έπρεπε πάλι να αποφασίσει. Συνοφρυώθηκαν για λίγο τα φρυδάκια του και ένα χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη του.
-Είναι από την Ελλάδα και από την Νιγηρία...αλλά δεν ξέρω ακριβώς από πού....

Ο Ντένις σήκωσε τους ώμους του. Δεν ήξερε ακριβώς από πού.
Η δασκάλα κατάλαβε. Δεν χρειάζονταν άλλες περιγραφές για αυτήν τη χώρα. Ήταν η χώρα του Ντένις. Με ερήμους κίτρινες και όμορφους ψηλούς ανθρώπους και θάλασσα γαλάζια με όμορφους ηλιοκαμμένους ψαράδες. Με σπίτια χαμηλά φτιαγμένα από λάσπη και βουνά ψηλά με χιονισμένες βουνοκορφές.
Η δασκάλα επέλεξε τη ζωγραφιά του Ντένις για το διαγωνισμό ζωγραφικής. Ο Ντένις χάρηκε για την επιλογή της δικής του ζωγραφιάς και φυσικά το ίδιο χάρηκαν και οι γονείς του, που τον λάτρευαν. Οι ζωγραφιές αναρτήθηκαν στους τοίχους της αίθουσας. Ο κόσμος επισκέπτονταν την αίθουσα για να θαυμάσει τις παιδικές ζωγραφιές, που δεν είχαν σε τίποτα να ζηλέψουν τους πίνακες ζωγραφικής μεγάλων ανθρώπων. Οι μέρες κύλησαν, μέχρι που έφτασε η μέρα της βράβευσης.
Γονείς και κριτική επιτροπή είχαν μαζευτεί και τα παιδάκια αγωνιούσαν ποιο θα πάρει το πρώτο βραβείο. Ο Ντένις ήταν και αυτός εκεί, με τους δύο γονείς του και την καρδούλα του να χτυπάει δυνατά από αγωνία.
-Όλες οι ζωγραφιές των παιδιών είναι αξιόλογες και ιδιαίτερες, είπε η καταξιωμένη ζωγράφος, αρχηγός της κριτικής επιτροπής. Ξεχωρίσαμε όμως και βραβεύουμε μια ζωγραφιά που μας ταξιδεύει σε μια χώρα διαφορετική. Μια χώρα όπως τη φαντάστηκαν τα μάτια και τη ζωγράφισαν τα μαγικά χέρια ενός ξεχωριστού παιδιού. Ντένις, είσαι ο νικητής του διαγωνισμού.
Ο Ντένις χοροπήδησε από τη χαρά του. Η καρδούλα του χτυπούσε πλέον δυνατά από τη χαρά του. Κοίταξε τριγύρω του και όλος ο κόσμος τον χειροκροτούσε. Ο λόγος ήταν τώρα στον Ντένις να ευχαριστήσει το κοινό.
-Ευχαριστώ πολύ όλους εσάς, είπε με φωνούλα τρεμάμενη. Σήμερα θα σας αποκαλύψω ποια χώρα είναι αυτή. Το σκέφτηκα πολύ και έχω αποφασίσει. Είναι η χώρα της καρδιάς μου, είναι μια χώρα παραμυθένια...... συνέχισε και κοίταξε τον εαυτό του από πάνω ως κάτω.
Στη συνέχεια κοίταξε τον μπαμπά του και τη μαμά του. Οι γονείς του δάκρυσαν από τη χαρά τους. Ποτέ δε φαντάζονταν πως η αγάπη τους θα έδινε ζωή σε ένα τέτοιο χαρισματικό πλάσμα, που μέσα του προσπαθούσε να ξεχωρίσει την Ελλάδα από τη Νιγηρία και τελικά κατάφερε να τις συνενώσει τόσο μαγικά.
-Τη ζωγραφιά μου θέλω να τη χαρίσω στη μαμά μου και τον μπαμπά μου που μου χάρισαν αυτή την παραμυθένια χώρα, είπε και τους χαμογέλασε. 
Η βραδιά τελείωσε και ο κόσμος έφυγε. Στην αίθουσα οι παιδικές ζωγραφιές παρέμειναν κρεμασμένες στους τοίχους. Η ζωγραφισμένη κίτρινη έρημος λαμπύριζε στο σκοτάδι και η μπλε θάλασσα με τη λευκή βαρκούλα αντανακλούσε το φως του φεγγαριού που έπεφτε πάνω του....ήταν ο πίνακας του Ντένις που είχε ζωγραφίσει μια χώρα παραμυθένια.....

Παρασκευή 9 Μαρτίου 2012

Αναστασία, η μικρή γοργόνα




της Δομνίκης Καράντζιου, Το παραμύθι είναι αφιερωμένο στη μικρή μου φίλη, την Αναστασία, που σήμερα μου χάρισε ένα υπέροχο λουλουδάκι-αυτοκολλητάκι.   

Η μικρή Αναστασία ήταν ένα κοριτσάκι όπως όλα τα παιδιά του κόσμου, όμορφο και ξεχωριστό. Τα αυτοκολλητάκια ήταν η αδυναμία της. Είχε τρία άλμπουμ, ένα μικρό, ένα μεσαίο και ένα μεγάλο με αυτοκόλλητα όλων των ειδών. Κάποια από αυτά τα χάριζε και άλλα τα κρατούσε ολόδικά της. 
Η σελίδα με τις γοργόνες ήταν η καλύτερή της. Εκεί είχε κολλήσει αυτοκόλλητα με γοργόνες που είχαν μπλε ουρές, γοργόνες με πράσινες πιτσιλωτές, γοργόνες με φουξ ουρές και κίτρινες ρίγες. Πίστευε πως στα αλήθεια υπάρχουν γοργόνες, εξάλλου όλοι αυτό τη διαβεβαίωναν. Ανάμεσα στα αυτοκόλλητα με τις γοργόνες ήταν και δύο με τους "κακούς". Αυτούς δηλαδή που ήθελαν να τις φυλακίσουν και να πάρουν τις ουρές τους.........

-Κολυμπήστε, κολυμπήστε γρήγορα, οι κακοί μας κυνηγάνε.
-Αναστασία, κολύμπα και εσύ, έλα μαζί μας.
-Μα δεν έχω ουρά…
-Έχεις Αναστασία, κοίτα χαμηλά.
-Είναι υπέροχη…
-Έλα τώρα, θα την παρατηρήσεις αργότερα.
Οι γοργόνες κολυμπούσαν γρήγορα. Οι κακοί τις κυνηγούσαν και η Αναστασία είχε μείνει πίσω. Ήταν μικρούλα και δεν προλάβαινε τις έμπειρες στο κολύμπι γοργόνες. Έτσι όπως πήγαν να τη πιάσουν από την ουρά, η Αναστασία δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, δεν είχε μάθει το κόλπο να ξεγλιστράει και παραδόθηκε. Οι κακοί την οδήγησαν στην υποθαλάσσια σπηλιά τους. Εκεί είχε μια φυλακή με φύκια για σιδεριές, φύκια δηλητηριώδη, που άμα τα άγγιζες έπεφτες σε αιώνιο ύπνο. Η Αναστασία βρέθηκε πίσω από τα φύκια, μόνη, με την ουρά της. Την άγγιζε και δεν πίστευε στα μάτια της. Την κοιτούσε και την ξανακοιτούσε. Ήταν πράγματι πολύ όμορφη γοργόνα, με τα ξανθά μακριά της μαλλιά και την κοκκινοκοραλλί ουρά της. Είχε το αγαπημένο της χρώμα, το κόκκινο και κάποια λέπια ήταν κοραλλί, δίνοντας της μία εξαιρετική λάμψη.
-Τι θα με κάνουν οι κακοί; αναρωτιόταν και την έπιανε ρίγος από το φόβο.
Εν τω μεταξύ οι υπόλοιπες γοργόνες είχαν φτάσει σε ένα ασφαλές καταφύγιο. Εκεί διαπίστωσαν ότι η Αναστασία έλλειπε. Έπρεπε να ψάξουν να βρουν τη φυλακή χωρίς να χρόνουν χρόνο. Η Αναστασία μπορεί να άγγιζε τα δηλητηριώδη φύκη και να έπεφτε στον αιώνιο ύπνο, και τότε μόνο το μελάνι του γιγάντιου χταποδιού θα μπορούσε να την ξυπνήσει. Ξεκίνησαν την έρευνα, άλλες κολυμπούσαν προς τους κοραλλιογενείς υφάλους και άλλες προς τα πιο βαθιά νερά.
Κάποια στιγμή ένα μικρό ψάρι κλόουν είπε σε μια γοργόνα πως είδε λέπια με κοραλλί χρώμα κοντά σε έναν ύφαλο. Η γοργόνα αμέσως κατάλαβε. Τα λέπια ήταν από την ουρά της Αναστασίας. Δεν είχαν προλάβει να κολλήσουν καλά, γιατί η ουρά της ήταν καινούργια και ξεκολλούσαν. Ήταν απολύτως σίγουρη πως αυτά τα λέπια θα την οδηγούσαν στη μικρή Αναστασία.
Το ψάρι κλόουν και η γοργόνα κολύμπησαν γρήγορα προς το σημείο αυτό. Τα λέπια είχαν κάνει μια μεγάλη σε μάκρος γραμμή και ευτυχώς τα θαλάσσια ρεύματα δεν είχαν προλάβει να τα σκορπίσουν. Προσεκτικά, για να μην τους δει ο φρουρός, πλησίασαν όσο μπορούσαν στο κελί. Η Αναστασία μόλις τους είδε χάρηκε. Έπρεπε όμως να προσέξουν. Δύο φίλοι αστακοί, με τις δαγκάνες τους, κάνανε στην άκρη τα φύκη και η Αναστασία ελευθερώθηκε. Ο φρουρός γύρισε στο κελί γιατί άκουσε τον θόρυβο που έκαναν οι δαγκάνες. Ο ένας αστακός του πάτησε μια δαγκωματιά αφήνοντας ελεύθερο πεδίο στη γοργόντα να αποδράσει. Ο άλλος αστακός βρήκε τον άλλο "κακό" και τον έριξε στη φυλακή. Και έτσι όπως ακούμπησαν τα δηλητηριώδη φύκη έπεσαν σε αιώνιο ύπνο. Οι αστακοί, ευχαριστημένοι, κούνησαν τις δαγκάνες τους και αποχαιρέτησαν τις δύο γοργόνες και το ψάρι κλόουν. Επιτέλους θα κατοικούσαν στο σπίτι τους, τη σπηλιά, που οι δύο "κακοί" τα τελευταία χρόνια την είχαν καταλάβει.

Τώρα πλέον η μικρή Αναστασία, δίπλα στη μεγαλύτερη γοργόνα και το ψάρι κλόουν, κολυμπούσε ελεύθερη. Βρήκαν και τις υπόλοιπες γοργόνες και όλες μαζί ενωμένες ενώσαν τις ουρές τους, όπως οι σωματοφύλακες τα σπαθιά τους.
- Όλες για μία και μία για όλες, είπαν με μία φωνή.

-Αναστασία, κλείσε το άλμπουμ να κοιμηθείς.
- Όλες για μία και μία για όλες.

Η μαμά της Αναστασίας, δεν κατάλαβε αυτό που της απάντησε η μικρή. Αφού της έδωσε το φιλί της καληνύχτας, άγγιξε το διακόπτη να κλείσει το φως. Μια ουρά, κόκκινη με κοραλλί αποχρώσεις, είχε προβάλλει από το πάπλωμα.
-Δεν μπορεί να είναι αληθινό, συλλογίστηκε, μάλλον είμαι πολύ κουρασμένη…είπε η μαμά της και έσβησε το φως.
Η Αναστασία βολεύτηκε στο κρεβάτι της. Ήταν και αυτή η ουρά που ήταν καινούργια και δεν την είχε συνηθίσει ακόμα. Στο πάτωμα τα κοραλλί λέπια λαμπύριζαν στο αμυδρό φως του φεγγαριού, που έμπαινε κρυφά από το παράθυρο. 




Πέμπτη 8 Μαρτίου 2012

Ο βασιλιάς και ο χρόνος


Ήταν μια φορά ένας βασιλιάς που ζούσε σε ένα βασίλειο μέσα στα δάση. Είχε τους υπηρέτες του, τους ιπποκόμους, τους μάγειρες, τους γελωτοποιούς. Τα είχε όλα δηλαδή, μόνο που περνούσε ο χρόνος και δεν του καλάρεσε αυτό. Γιατί δεν προλάβαινε να δοκιμάζει τα υπέροχα φαγητά των μάγειρων, που κάθε μέρα εμπνέονταν και κάτι πιο νόστιμο. Οι ιπποκόμοι του γυάλιζαν το τρίχωμα των αλόγων και τα κάνανε πιο ελκυστικά και όμορφα, με τον βασιλιά να θέλει να τρέχει στα δάση όλη μέρα. Οι υπηρέτες του έραβαν όλο και πιο ωραίες φορεσιές και ανησυχούσε ότι θα γερνούσε και δε θα προλάβαινε να τις φορέσει όλες. Οι γελωτοποιοί του έλεγαν τόσα πολλά αστεία, που γελούσε όλη μέρα και δεν του έφτανε, ήθελε να γελάει και τη νύχτα, όμως τον έπιαναν τα χασμουρητά και τον έπαιρνε ο ύπνος, με το χαμόγελο στα χείλη.
Τέτοια πράματα έκανε ο βασιλιάς όλη μέρα και δεν του έφτανε ο χρόνος. Έτσι κάποια στιγμή, αφού το σκέφτηκε αρκετά στο μυαλό του, το πήρε απόφαση. Θα διέταζε τους κυνηγούς του να σταματήσουν το κυνήγι του φασιανού και να κυνηγήσουν το χρόνο. Έπρεπε οπωσδήποτε να τον πιάσουν, να τον φέρουν μπροστά του, να απολογηθεί για τη συμπεριφορά του, που τρέχει συνεχώς και στο τέλος αν δεν άλλαζε τακτική, θα τον φυλάκιζε.
Αυτά ακριβώς είπε στους κυνηγούς του και αυτοί κοιτιόντουσαν στα μάτια.
-Μεγαλειότατε αν, λέω αν δεν καταφέρουμε να πιάσουμε το χρόνο τότε μήπως να σας φέρναμε μια πέρδικα; Θα γίνονταν υπέροχο στιφάδο….είπε ο πιο έμπειρος κυνηγός.
-Δεν έχει αν, δε θέλω να ακούω για αν…θέλω να μου φέρετε το χρόνο ζωντανό εδώ…απάντησε βροντόφωνα ο βασιλιάς και ρούφηξε απολαυστικά την υπέροχη αγριομανιταρόσουπα.
-Όπως επιθυμείτε Μεγαλειότατε, θα σας τον φέρουμε ζωντανό. Ξεκινάμε αύριο κιόλας.
Αυτά ειπώθηκαν και την άλλη μέρα, μη γνωρίζοντας κατά πού να ψάξουν το χρόνο, οι κυνηγοί ξεκίνησαν το μάταιο κυνήγι τους. Όλοι γνώριζαν ότι ο βασιλιάς από την πολύ την καλοπέραση είχε παράλογες απαιτήσεις, αλλά κανένας δεν τολμούσε να του το πει. Δίσταζαν, παρά το ότι ξέρανε ότι κατά βάθος ο βασιλιάς τους ήτανε καλόκαρδος και το πολύ πολύ να τους κάκιωνε για μια βδομάδα.
Οι μέρες κυλούσαν και ο βασιλιάς περίμενε, βγαίνοντας στα μπαλκόνια του τελευταίου ορόφου του πύργου του, για να βλέπει μακριά. Έκοβε βόλτες πέρα δώθε, αλλά τίποτα. Οι προμήθειες στην αποθήκη άρχισαν να στερεύουν, οι φασιανοί, οι πέρδικες και τα αγριογούρουνα, τα άγρια μανιτάρια και τα φρούτα του δάσους. Όλα αυτά εννοείται ότι τα έφερναν οι κυνηγοί, οι οποίοι τώρα έπρεπε να κυνηγάνε το χρόνο.
Τα άλογα είχαν αρχίσει να χλιμιντρίζουν ασταμάτητα, γιατί οι κυνηγοί δεν τα πήραν μαζί τους και τους είχαν συνηθίσει ως καβαλάρηδες. Ο βασιλιάς δεν μπορούσε ούτε καν να τα πλησιάσει, πόσο μάλλον να πάει βόλτα στο δάσος, καβάλα σε ένα από αυτά. Οι μάγειροι μαγείρευαν μόνο πατάτες φούρνου λεμονάτες, ρύζι αρωματικό με μέντα και στις τούρτες δεν είχαν να βάλουν σος φρούτων του δάσους, οπότε περιορίζονταν σε σκέτη σαντιγί, βαλμένη με σχέδια για να τις ομορφύνουν.
Τέλος οι γελωτοποιοί έπεσαν και αυτοί σε μελαγχολία. Τι να του έλεγαν του βασιλιά, που το μόνο που έκανε ήταν να κοιτάζει το ρολόι του και να περιφέρεται πάνω κάτω, δεξιά αριστερά. Όποιο αστείο και αν του έλεγαν, αυτός ίσα που κουνούσε τα χείλη του και ατένιζε με το βλέμμα του μακριά.
Τα χρόνια περνούσαν και η κατάσταση χειροτέρεψε πολύ, μα πάρα πολύ. Ούτε χοροί, ούτε γεύματα. Ο άλλοτε γεμάτος ζωή πύργος και ο άλλοτε γεμάτος χαρά βασιλιάς είχαν γίνει γκρίζα. Γκρίζοι οι τοίχοι, γκρίζο και το πρόσωπό του. Το μάθανε οι κυνηγοί από τους αγγελιοφόρους, που λυπόντουσαν τον βασιλιά και το προσωπικό για την κατάντιά τους. Τους είπαν ότι πρέπει να επιστρέψουν οπωσδήποτε πίσω. Στο κάτω κάτω της γραφής ας παρίστανε ένας από αυτούς το χρόνο. Είχαν περάσει τόσα χρόνια από τότε που είχαν φύγει, που πολλοί από αυτούς είχαν γίνει αγνώριστοι από τα γεράματα. Το ίδιο και ο βασιλιάς βέβαια. Είχε γεράσει και αυτός, δε θα μπορούσε άλλωστε να εξαιρεθεί από τον κανόνα.
Οι κυνηγοί, μετά από ένα μεγάλο ταξίδι επιστροφής, έφτασαν κατάκοποι στον πύργο. Ο βασιλιάς είδε από μακριά τους κυνηγούς καβάλα στα άλογα, με τα βέλη στην πλάτη και ένα άλογο που το καβαλούσε ένας γέροντας.
-Αυτός θα είναι ο χρόνος, συλλογίστηκε και ένα χαμόγελο χαράς διαγράφτηκε στα χείλη του.
Έφτασαν οι κυνηγοί, δώσανε στους μάγειρες πέντε φασιανούς, δέκα πέρδικες και ένα ζαρκάδι, μαζί με μια χούφτα φρούτα του δάσους και συνάντησαν αμέσως τον ανυπόμονο βασιλιά.
-Σου φέραμε το χρόνο, του είπαν. Δυσκολευτήκαμε αρκετά να τον βρούμε, αλλά τα καταφέραμε.
Η συνεννόηση μεταξύ τους είχε γίνει, δεν χρειάστηκε να κλείσει ο ένας το μάτι του άλλου.
-Ώστε εσύ είσαι ο χρόνος, είπε ο βασιλιάς.
-Ναι βασιλιά μου, τώρα που σε βρήκα θα σταματήσω το χρόνο. Δε θα γεράσεις άλλο.
-Άργησες όμως χρόνε μου, πέρασαν τόσα χρόνια περιμένοντας και γέρασα.
-Γιατί με περίμενες βασιλιά; έτσι από περιέργεια ρωτάω, μη με παρεξηγείς.
-Ήθελα να είμαι πάντα νέος να απολαμβάνω τη ζωή, απάντησε ο βασιλιάς.
 Μόλις τότε είχε αντιληφθεί ότι έχασε πολύτιμο χρόνο περιμένοντας. Θα μπορούσε να απολαύσει τη ζωή του διαφορετικά. Με τους κυνηγούς του να του φέρνουν θηράματα ζηλευτά, με τους μάγειρες να ανακατεύουν τσουκάλια, με υπηρέτες να ράβουν φορεσιές, που θα τις επιδείκνυε στους χορούς του πύργου, με γελωτοποιούς που θα κοιτούσε στα μάτια και θα γελούσε με την ψυχή του.
Μετάνιωσε. Αλλά ήταν αργά. Έπειτα τι να τον έκανε το χρόνο αφού και αυτός γέρος ήταν. Να τον φυλάκιζε και να τον βασάνιζε; Δεν θα άλλαζε τίποτα. Τότε θυμήθηκε τον κυνηγό που δεν επέστρεψε. Είχαν φύγει δέκα κυνηγοί και επέστρεψαν εννέα και ο χρόνος.
-Τι απέγινε ο δέκατος κυνηγός; ρώτησε το χρόνο.
-Γέρασε και δεν είχε δυνάμεις να ταξιδέψει. Αν, λέω αν ήταν πιο καλά θα επέστρεφε, ήθελε πολύ να σας δει ξανά, απάντησε ο χρόνος.
Ο χρόνος γέλασε και το γέλιο του καθώς και εκείνο το "αν" κάτι πήγε να θυμίσει στο βασιλιά. Όπως είχε γεράσει όμως και το μυαλό του δεν έκανε τις καλύτερες λειτουργίες του, δεν κατάλαβε ποιος ήταν ο χρόνος. Δεν πειράζει όμως. Έτσι είναι στα παραμύθια. Δε χρειάζεται να αποκαλύπτονται όλα.


Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

Ο χαρταετός με τη μαγική ουρά



Μια φορά και έναν καιρό, πριν κάποια χρόνια, δίπλα στο 2ο δημοτικό σχολείο Κατερίνης, ένας συμπαθέστατος κύριος, ο κυρ-Γιώργος, είχε το πιο λιχουδάτο μπακάλικο της γειτονιάς. Εκεί τρέχανε οι μικροί μαθητές κάθε φορά που χτυπούσε το κουδούνι. Είχε από όλα τα καλά που αναζητά ένα μικρό παιδάκι στο διάλειμμα για να κόψει την πείνα του. Κουλούρια, κρουασάν, τυρόπιτες, σαντουιτσάκια και κρακεράκια, όλα ήταν παραταγμένα στον πάγκο, σκουντώντας πού και πού το ένα το άλλο, θέλοντας να προκαλέσουν την προσοχή των παιδικών ματιών. Ο κυρ-Γιώργος αγαπούσε τα παιδιά, με το χαμόγελο στα χείλη και απαράμιλλη σβελτάδα τα εξυπηρετούσε όλα, από τα πιο απαιτητικά έως τα πιο ντροπαλά, έτσι ώστε να προλάβουν να γευτούν τα ζεστά αρτοποιήματα, πριν χτυπήσει το κουδούνι και μπουν πάλι στις τάξεις για μάθημα.

Τις ώρες, που τα παιδάκια κάνανε μάθημα και οι πελάτισσες του μαγείρευαν στα σπίτια τους, ο κυρ-Γιώργος έφτιαχνε χαρταετούς. Λάτρευε χρόνια τώρα τους χαρταετούς και είχε μάθει όλα τα μυστικά τους. Έφτιαχνε χαρταετούς πολύχρωμους, χάρτινους, με φουντωτές ουρές και κορδελάκια σε κάθε κορυφή του εξαγώνου. Η κατασκευή τους ήταν ιεροτελεστία για τον κυρ-Γιώργο. Σχεδίαζε τα πατρόν, έκοβε τα χαρτιά, υπολόγιζε το μήκος των καλαμιών, κολλούσε, λούστραρε. Όταν τελείωνε έναν χαρταετό τον κρεμούσε από το ταβάνι και αυτοί λικνίζονταν με το παραμικρό ρεύμα αέρα.

Ένα πρωινό, στο πρώτο διάλειμμα, πήγε και ο Δημήτρης, ένας μαθητής της τετάρτης δημοτικού, να αγοράσει το καθιερωμένο, αγαπημένο του κουλούρι. Καθώς άρχισε να το απολαμβάνει, ζεστό και ξεροψημένο, κούρνιασε σε μια γωνιά και χάζευε τους χαρταετούς. Το κουδούνι χτύπησε αλλά ο Δημήτρης είχε απορροφηθεί τόσο πολύ από έναν συγκεκριμένο χαρταετό που κρεμόταν ακριβώς πάνω από τον πάγκο του εργαστηρίου του, που δεν το άκουσε. Ούτε ο κυρ-Γιώργος είχε καταλάβει ότι ο μικρός μαθητής είχε ξεμείνει στο μαγαζί του και τον παρατηρούσε πώς έκοβε και πώς λούστραρε.

-Αυτόν θα αγοράσω φέτος. Έχει τα χρώματα της ποδοσφαιρικής μου ομάδας και μου φαίνεται ο καλύτερος. Μα σαν να του λείπει…ω ναι… δεν έχει ουρά!

Και αυτό το «δεν έχει ουρά» το είπε φωναχτά, τόσο φωναχτά που ο κυρ-Γιώργος τον άκουσε.

-Δημήτρη τι κάνεις εδώ μέσα; Δε θα έπρεπε να είσαι στην τάξη σου; Του είπε και η φωνή του είχε  αυστηρό τόνο.

Ο Δημήτρης έσκυψε το κεφάλι του. Πως του ξέφυγε και μίλησε στα φωναχτά και τον άκουσε ο κυρ- Γιώργος. Και πόσο ήθελε να παραμείνει να χαζεύει τον κιτρινόμαυρο χαρταετό που είχε βάλει στο μάτι!

-Μου άρεσε τόσο πολύ να βλέπω αυτόν τον κιτρινόμαυρο χαρταετό! Αφήστε με να κάτσω και άλλο, θα σας βοηθήσω, θα κόψω εγώ το χαρτί για την ουρά του. Σας παρακαλώ!

Και αυτό το σας παρακαλώ, κέρδισε την καρδιά του κυρ-Γιώργου.

-Εντάξει λοιπόν, θα σε αφήσω άλλη μία ώρα, αλλά μετά θα επιστρέψεις στο θρανίο σου. Θέλω να με βοηθήσεις. Διαβάζω αυτό εδώ το βιβλίο «Μαγικοί χαρταετοί», μόνο που έχω χάσει τα γυαλιά μου εδώ και κάποιες μέρες και μου είναι αδύνατο να διαβάσω τα ψιλά γράμματα. Το μυστικό στους χαρταετούς είναι οι ουρές τους. Και αυτός ο κιτρινόμαυρος που έβαλες στο μάτι δεν έχει ουρά. Τι λες λοιπόν; Λες να του βάλω μία μαγική; Έλα λοιπόν, σήκω και διάβασε για να μου εξηγήσεις.

Τα μάτια του Δημήτρη άστραψαν από χαρά. Σηκώθηκε σαν ελατήριο και ήρθε αμέσως δίπλα στον κυρ-Γιώργο. Έπιασε να διαβάζει το κεφάλαιο «Πώς να φτιάξετε μαγική ουρά στους χαρταετούς». Διάβαζε, διάβαζε και δεν μιλούσε.

-Άντε, με έσκασες, πες μου τόσην ώρα, διαβάζεις και διαβάζεις αλλά δεν μου λες τίποτα.  

-Μάλιστα, αυτό είναι το μυστικό, είπε όλο σιγουριά ο Δημήτρης.

-Ποιο; Τι με κρατάς σε αγωνία, πες το για.

-Η μαγική ουρά θέλει χαρτί που θα κοπεί λοξά. Θέλει λίγα φτερά περιστεριού και λίγα αετού!Φτερά περιστεριού για να ξεκινήσει να πετάει και αετού για να πετάει όσο πιο ψηλά γίνεται.

Ο κυρ-Γιώργος έμεινε αποσβολωμένος. Αυτό δεν το είχε ξανακούσει, αλλά αφού το έγραφε το βιβλίο θα ήταν σωστό.

-Περιστεριού το καταλαβαίνω, αλλά αετού; Και πού να βρω φτερά αετού;

Ο Δημήτρης έπεσε σε περισυλλογή. Ο κυρ-Γιώργος απογοητεύτηκε.

-Αποκλείεται να βρω φτερά αετού, περιστέρια έχει ο Ανδρέας, ο γείτονας μου, αλλά φτερά αετού!

Ο Δημήτρης προσπάθησε να παρηγορήσει τον κυρ-Γιώργο όμως η ώρα είχε περάσει. Έπρεπε να επιστρέψει στο σχολείο.

-Αύριο θα έρθω και θα σας φέρω φτερά αετού, είπε με σιγουριά που ούτε ο ίδιος καταλάβαινε από  πού την βρήκε. Έφυγε τρέχοντας να προλάβει το κουδούνι που είχε μόλις χτυπήσει.

Ο κυρ-Γιώργος δεν έδωσε σημασία στη σιγουριά του Δημήτρη. Μικρό παιδί ήταν και ο αυθορμητισμός του ξεχείλιζε. Έτσι συνέχισε να κόβει τα χαρτιά λοξά όπως του είχε πει ο Δημήτρης. Ο Ανδρέας θα του έδινε φτερά περιστεριού με χαρά. Όσο για τα φτερά αετού….

Ο Δημήτρης μόλις σχόλασε έτρεξε στο σπίτι του Γιώργου, του καλύτερου του φίλου. Μαζί παίζανε ώρες ατελείωτες, μαζί κάνανε όλες τις σκανδαλιές.

-Γιώργο πρέπει να με βοηθήσεις. Πρέπει να βρούμε επειγόντως φτερά αετού, το υποσχέθηκα στον κυρ-Γιώργο.

-Φτερά αετού; Τι τα θες; Μήπως θα πετάξεις; Είπε και του χαμογέλασε.

-Είναι για να κάνει ο κυρ-Γιώργος μαγική ουρά για έναν κιτρινόμαυρο χαρταετό!

-Μαγική ουρά; Για κιτρινόμαυρο χαρταετό; Είπε και του φάνηκε παράξενο ο φίλος του ενώ ήταν τόσο λογικός άρχισε να σκέφτεται για μαγικές ουρές. Όμως επειδή ο χαρταετός θα ήταν κιτρινόμαυρος και είχε εμπιστοσύνη στο φίλο του θέλησε να τον βοηθήσει.

-Και πού να βρούμε φτερά αετού και μάλιστα σε μία μέρα; Δεν πάμε καλύτερα να παίξουμε μπάλα στο πάρκο; Ο Γιώργος ήταν αδιόρθωτος πιτσιρίκος. Το ποδόσφαιρο ήταν η λατρεία του, το ίδιο και η κιτρινόμαυρη αγαπημένη του ομάδα.

Όμως και ο Δημήτρης δεν μπορούσε να αντισταθεί στο παιχνίδι. Του υποσχέθηκε ότι μετά το διάβασμα θα παίζανε μπάλα στο πάρκο. Οι ώρες πέρασαν και τα δύο αγόρια έπαιζαν αμέριμνα μπάλα. Όχι και τόσο αμέριμνα βέβαια, καθώς είχαν και τα δύο στο μυαλό τους τα φτερά αετού και τον κιτρινόμαυρο χαρταετό.

Ο Γιώργος σούταρε τη μπάλα μακριά και όπως έτρεξαν να τη βρουν ανακάλυψαν στην κουφάλα ενός δένδρου έναν πληγωμένο αετό.

-Κοίτα Δημήτρη ένας αετός! Είναι πληγωμένος, πρέπει να τον περιθάλψουμε, αναφώνησε ο Γιώργος.

Ο Δημήτρης δεν πίστευε στα μάτια του.

-Τι σύμπτωση! Εκεί που ψάχναμε αετό βρήκαμε έναν λαβωμένο. Κρίμα το πουλί, κάποιος θα το χτύπησε με βόλι.

 Γρήγορα γρήγορα πήραν το πουλί στο σπίτι του, του έδεσαν το πόδι του και το έβαλαν σε ένα κουτί, όπου τον έκλεισαν για να ηρεμήσει και να γιατρευτεί. Πριν όμως κλείσουν το κουτί…

-Αετέ, θα μας χαρίσεις ένα φτερό σου, είπε ο Δημήτρης και με γρήγορες κινήσεις τράβηξε ένα φτερό.

Ο αετός έσκουξε ελαφρά, αλλά ο σκοπός αγιάζει τα μέσα και τα δύο φιλαράκια χοροπηδούσαν από τη χαρά τους.

Την επομένη ο Δημήτρης εμφανίστηκε, χαρούμενος και χαμογελαστός, στο μπακάλικο του κυρ-Γιώργου.

-Έφερα το φτερό που σας υποσχέθηκα, είπε και του πρότεινε το λάφυρό του από το πληγωμένο πουλί.

Ο κυρ-Γιώργος δεν πίστευε στα μάτια του. Είχε καταλάβει ότι ο μικρός του πελάτης ήταν έξυπνο και ικανό παιδί αλλά δεν πίστευε ότι σε μία μέρα κιόλας θα του έφερνε φτερό ενός αετού.

-Δημήτρη είσαι αετός, του είπε και τον σήκωσε αγκαλιά. Θα σου χαρίσω τον  κιτρινόμαυρο χαρταετό, αρκεί να μου υποσχεθείς ότι θα τον πετάξεις εσύ ο ίδιος και θα ανεμίζει πιο ψηλά από όλους τους υπόλοιπους χαρταετούς στον ουρανό.

Ο Δημήτρης τρελάθηκε από τη χαρά του. Αγκάλιασε τον κυρ-Γιώργο και τον ευχαρίστησε που ήταν τόσο καλός με όλα τα παιδάκια και ιδιαίτερα μαζί του. Ο κυρ-Γιώργος πλέον, με όλα τα απαραίτητα υλικά του, έφτιαξε την ουρά που οι αράδες του βιβλίου υπόσχονταν ότι θα ήταν μαγική. Την κόλλησε προσεκτικά στον κιτρινόμαυρο χαρταετό και τον έβαλε στην άκρη. Με το σχόλασμα ο Δημήτρης πέρασε από το μπακάλικο και πήρε τον αγαπημένο του χαρταετό με τη μαγική ουρά, με το λοξό κόψιμο του χαρτιού και τα φτερά, του περιστεριού και του αετού, καλά κρυμμένα ανάμεσα στις κορδέλες χαρτιού.   

Η Καθαρά Δευτέρα δεν άργησε να έρθει. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και ο αέρας απαλός, ιδανικός για να πετάξει ο Δημήτρης τον κιτρινόμαυρο χαρταετό του. Ντύθηκε από νωρίς το πρωί, φυσικά με κίτρινο μπλουζάκι και μαύρο παντελονάκι. Ξεκίνησαν όλοι μαζί για την εξοχή, με τη Λίνα, τη μικρή του αδελφή, να ρωτάει και να ξαναρωτάει γιατί η ουρά του χαρταετού είναι διαφορετική από τις άλλες. Ο Δημήτρης όμως κρατούσε εφτασφράγιστο το μυστικό του. Φυσικά στην παρέα τους ήταν και ο Γιώργος, με τους γονείς του και τη δική του μικρή αδελφή, τη Ράνια.

-Κρατάτε τον χαρταετό κορίτσια, να πάρουμε φόρα και μόλις φωνάξουμε «αμόλα» θα τον αμολήσετε, έδωσαν τις διαταγές τους, τα αγόρια που παρίσταναν τα μεγαλύτερα και γνωστικότερα με τους χαρταετούς.

Η Λίνα και η Ράνια κρατούσαν σταθερά. Ο Δημήτρης και ο Γιώργος έτρεχαν με τον χαρταετό στο χέρι.

-Αμόλα τον Λίνα, αμόλα Ράνια…..

Τα κορίτσια, αμόλησαν τον χαρταετό έχοντας αγωνία αν θα σηκωθεί ψηλά.

Ο χαρταετός άρχισε δειλά, δειλά να παίρνει ύψος. Ο Δημήτρης και ο Γιώργος άφηναν την πετονιά γενναιόδωρα, για να του δίνουν τη δυνατότητα να πετάει. Ο χαρταετός πήρε το ύψος του και πετούσε τώρα ψηλά στον ουρανό. Τα παιδάκια ύψωσαν τα βλέμματά τους. Ο δικός τους χαρταετός ξεχώριζε από τους άλλους. Ήταν ο πιο ωραίος. Το κίτρινο του χαρταετού ανταγωνίζονταν το κίτρινο του ήλιου. Η ουρά του τον οδηγούσε όλο και πιο ψηλά. Τόσο ψηλά που για μια στιγμή φοβήθηκαν ότι δε θα τους έφτανε η πετονιά. Ο Δημήτρης ήταν πολύ χαρούμενος και περήφανος ενώ ο Γιώργος χαίρονταν που ο κιτρινόμαυρος χαρταετός πήγαινε πιο ψηλά στον ουρανό από τους πράσινους και τους κοκκινόασπρους. Το έβλεπε το ζήτημα ποδοσφαιρικά! Τα αγόρια δεν άφηναν το βλέμμα του από αυτόν και κάθε στιγμή ήταν σε ετοιμότητα, μια χαλάρωναν και μια τέντωναν την πετονιά, για να διατηρεί την πρώτη θέση στον ουρανό. Η Λίνα χαιρόταν που ο χαρταετός του αδελφού της ήταν πραγματικά ο καλύτερος, αλλά στα υπέροχα γαλάζια μάτια της υπήρχε ακόμη η απορία για την ουρά που του έδινε τέτοια ώθηση στον ουρανό.

Έτσι, όπως ο χαρταετός ανέμιζε, κάποια στιγμή ο Δημήτρης αισθάνθηκε στα χέρια του ένα τράνταγμα. Κοίταξε τον χαρταετό του, κοίταξε και την πετονιά.

-Μα τί συμβαίνει αναρωτήθηκε, Γιώργο μου φαίνεται ότι ο χαρταετός θέλει να πετάξει ακόμη πιο ψηλά και η πετονιά δεν φτάνει. Έφτασε στο τέλος της.

-Κράτα γερά Δημήτρη, πρόσταξε ο Γιώργος, αλλά όσο και αν κρατούσε γερά ο Δημήτρης του ήταν αδύνατο να τον συγκρατήσει. Ο χαρταετός λες και είχε δική του θέληση και ήθελε να αποκοπεί από την πετονιά. Ο Δημήτρης δεν άντεχε άλλο. Λίγο ακόμη και η πετονιά θα του πλήγωνε τις παλάμες.

-Άφησε τον Δημήτρη, είπε ο Γιώργος λυπημένα. Φαίνεται ότι ο χαρταετός είναι αληθινά μαγικός! Ας τον αποχαιρετήσουμε, ανήκει στον αέρα και πρέπει να τον αφήσουμε να φύγει.

Ο Δημήτρης συμφώνησε. Ο χαρταετός ήταν μαγικός και ανήκε στους αιθέρες. Άφησε την πετονιά και αμέσως απελευθερώθηκε. Ο κιτρινόμαυρος χαρταετός πετούσε ελεύθερος, με τη μαγική ουρά να καθοδηγεί τις κινήσεις του. Κάποια στιγμή σαν να είδαν και έναν αετό να πετάει κοντά του, ίσως να ήταν και ο δικός τους που τον είχαν ελευθερώσει το πρωί της Καθαράς Δευτέρας. Ο χαρταετός πετούσε όλο και πιο ψηλά και όλος ο κόσμος τον θαύμαζε. Από παντού άκουγες επιφωνήματα θαυμασμού. Ο Δημήτρης και ο Γιώργος, η Λίνα και η Ράνια ήταν περήφανοι για τον χαρταετό τους. Η συγκίνηση και η χαρά είχαν ζωγραφιστεί στα όμορφα προσωπάκια τους.  

Η καθαρά Δευτέρα είχε περάσει και το σχολείο περίμενε την Τρίτη το πρωί τους μαθητές του. Ο Δημήτρης πρωί πρωί, πριν μπει στην αυλή, πήγε στου κυρ-Γιώργου το μπακάλικο. Ο κυρ-Γιώργος τον περίμενε με την αγκαλιά του ανοιχτή και την ανυπομονησία χαραγμένη στο πρόσωπό του.

-Πες μου Δημήτρη, ήταν τελικά μαγική η ουρά του χαρταετού;

Ο Δημήτρης αγκάλιασε σφιχτά τον κυρ-Γιώργο και του είπε:

-Ήταν αλήθεια μαγική κυρ-Γιώργο, ο χαρταετός μου πέταξε πιο ψηλά από όλους, όλοι τον θαύμαζαν και τον χειροκροτούσαν, μόνο που μας έφυγε, πέταξε μόνος του ψηλά στον ουρανό, ποιος ξέρει πού θα βρίσκεται τώρα….

-Όπου και να ναι Δημήτρη, σίγουρα θα ανεμίζει την μαγική ουρά του και σίγουρα θα μας κοιτάζει από εκεί ψηλά, είπε ο κυρ-Γιώργος και τα μάτια του υγράθηκαν από τη συγκίνηση.

Τόσα χρόνια είχε κάνει πάρα πολλούς χαρταετούς, εκείνη τη χρονιά όμως είχε κάνει έναν μαγικό χαρταετό, με τη βοήθεια του μικρού του φίλου, του Δημήτρη. Αγκαλιασμένοι γύρισαν το κεφάλι τους προς τον ουρανό. Προσπαθούσαν να βρουν το χαρταετό στο φόντο του γαλάζιου ουρανού. Μόνο που ο μαγικός χαρταετός δεν ξεπρόβαλλε από τα σύννεφα, δεν φαινότανε να πετάει στο δικό τους ουρανό.

-Έλα πάνε στο σχολείο τώρα, σε λίγο θα χτυπήσει το κουδούνι. Ο χαρταετός σίγουρα θα πετάει κάπου προς τον Όλυμπο, εκεί που κάνουν τις φωλιές τους οι αετοί, του είπε και του έδωσε ένα ζεστό κουλούρι.

Ο Δημήτρης τον χαιρέτησε και τον ευχαρίστησε. Από εκείνη τη μέρα όταν βρισκόταν με το φίλο του το Γιώργο, στρέφανε το βλέμμα τους προς τον ουρανό. Ο κυρ-Γιώργος συνέχισε κάθε χρόνο την αγαπημένη του ασχολία, έφτιαχνε πολύχρωμους χαρταετούς, με φουντωτές ουρές και λουστραρισμένα καλάμια. Μαγικό χαρταετό δεν ξανάκανε, γιατί δεν ήθελε να πληγώνει αετούς και περιστέρια. Προτιμούσε την ανάμνηση του μαγικού χαρταετού που τον συντρόφευε για πάντα.