Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

Για τον παππού μου....(η μητέρα)


Ο παππούς
Κατερίνη, 2009

Μόλις ξύπνησα. Ακούω θορύβους πολλούς, φωνές ανθρώπων. Προσπαθώ να καταλάβω πού βρίσκομαι. Μου είναι δύσκολο να καταλάβω. Φωνάζω «Μαίρη» και η Μαίρη δεν έρχεται. Μα τι μου συμβαίνει δεν ξέρω. Βλέπω τα χέρια μου και μου φαίνονται τόσο γερασμένα. Ακουμπάω με τα δάχτυλα μου το πρόσωπο μου και αισθάνομαι τις ρυτίδες μου. Είμαι 98 χρονών.
Έρχεται μία κυρία με άσπρη ρόμπα να με ταΐσει. Κάποια μου θυμίζει αλλά δε μπορώ να θυμηθώ. Έχει όμορφα, μακριά, καστανά μαλλιά, λίγο σπαστά στην άκρη, πρόσωπο καθαρό, λευκό και μάτια γλυκά. Με κοιτάει και μου τείνει το χέρι με το κουτάλι. Μου χαμογελάει και το χαμόγελό της φωτίζει το πρόσωπό της. Ναι θυμήθηκα, θυμήθηκα ποια μου θυμίζει….

Η μητέρα μου
Έδεσσα, 1918

-Παιδιά, ελάτε έκανα τραχανά, ελάτε να σας πλύνω λίγο τα χέρια. Ο τραχανάς θα κρυώσει.
Ο Γρηγόρης, ο μεγάλος γιος, πρώτος αφήνει το παιχνίδι στο ποτάμι. O Τάσος θέλει να παίξει και άλλο με τις πέτρες, αλλά η μαμά του φωνάζει. Δε θέλει να τη στενοχωρεί. Από τότε που πέθανε ο μπαμπάς τους, τη βλέπει κάθε βράδυ να κλαίει. Ξέρει πως δυσκολεύεται. Ποτέ όμως δε της χαλάει χατίρι. Ο Γρηγόρης, ως μεγαλύτερος αδελφός του, προσπαθεί να τη βοηθήσει στα οικονομικά του σπιτιού. Πηγαίνει στο παζάρι κάθε Σάββατο και πουλάει εργόχειρα της. Ο Τάσος, το δεύτερο παιδί, ανεβαίνει στο καμπαναριό και σκοτώνει νυχτερίδες. Το κοκαλάκι τους είναι τόσο πολύτιμο, που με τα χρήματα που κερδίζει αγοράζει τα βιβλία για το σχολείο. Του αρέσει το διάβασμα. Πηγαίνει στο γειτονικό βιβλιοπωλείο και δανείζεται βιβλία. Νιώθει το βλέμμα της να τον παρακολουθεί όσο διαβάζει και αισθάνεται τον έντονο προβληματισμό της. Ξέρει ότι θα ήθελε να συνεχίσει το σχολείο, να συνεχίσει και στο γυμνάσιο όταν μεγαλώσει, αλλά δεν ξέρει αν θα τα καταφέρει λόγω της φτώχεια της.
Μια μέρα εκεί που διάβαζε, πήγε κοντά του.
-Τασούλη μου, σου αρέσει το διάβασμα, έτσι δεν είναι; του είπε χαϊδεύοντας τα μαλλιά του.
-Nαι μαμά, μου αρέσει θα ήθελα όταν μεγαλώσω να γίνω επιστήμονας. Να γίνω μηχανικός να χτίζω σπίτια, να χτίσω και για εσένα μαμά ένα ωραίο σπίτι, να μένουμε όλοι μαζί.
Η μαμά του γύρισε στο παράθυρο και κοίταξε έξω. Ο Τασούλης της ήξερε ότι θα το ήθελε πολύ και αυτή, αλλά η ζωή τους ήταν τόσο δύσκολη….
-Θα σπουδάσεις παιδί μου, του είπε και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της.
Το παιδί της δεν ήξερε τι σκεφτόταν εκείνη την ώρα και δάκρυσε και αυτό, δεν άργησε όμως να καταλάβει…

Εκείνο τον καιρό πήγαινε στο σπίτι τους επίσκεψη ένα ζευγάρι που δεν είχε παιδιά. Όποτε ρωτούσε τη μαμά του πώς και έρχεται η κυρία Ελένη και ο κύριος Νίκος στο σπίτι τους και τους φέρνουν κάθε φορά καραμέλες, η μαμά του απέφευγε να του απαντήσει. Όλο του έλεγε ότι το ζευγάρι ήταν πολύ καλοί άνθρωποι, ότι τον συμπαθούν και τον ξεχωρίζουν από τα αδέλφιά του και ότι δεν έχουν δικά τους παιδιά. Δε μπορούσε όμως να καταλάβει τίποτα περισσότερο.
Μια μέρα η μαμά του πήγε στην όχθη του ποταμού μαζί με τον Τάσο. Έριξε ένα φυλλαράκι στην άκρη και του είπε:
-Κοίτα Τάσο το φυλλαράκι. Από το δένδρο ξεκίνησε και έπεσε εδώ κοντά μας, εγώ το έριξα στο νερό και τώρα θα ταξιδέψει. Θα περάσει από μέρη πολλά, θα χτυπηθεί με τα βράχια, θα κυλάει ήρεμα, θα πέσει από τον καταρράκτη. Και αν προσέχει θα φτάσει μέχρι τη θάλασσα και εκεί μπορεί να ταξιδέψει και άλλο. Και θα γνωρίσει ακόμη περισσότερα μέρη. Έτσι και εμείς οι άνθρωποι. Γεννιόμαστε, μεγαλώνουμε αλλά κάποια στιγμή κάποιος μπορεί να μας βοηθήσει να βγούμε από τις δυσκολίες της ζωής και να μας δώσει εφόδια να ταξιδέψουμε στη ζωή μας. Να κάνουμε πράγματα διαφορετικά.
-Εγώ μαμά θέλω να ταξιδέψουμε μαζί, να σε προσέχω.
-Αγόρι μου γλυκό, είσαι μικρός και τόσο έξυπνος. Πόσο θα ήθελα να μπορούσα να σε βοηθήσω να ταξιδέψεις.
Και μετά συνέχισε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και αφήνοντας ένα αναστεναγμό….
-Ο κύριος Νίκος Καλός, που έρχεται στο σπίτι μας, είναι δάσκαλος. Είναι πολύ καλός άνθρωπος και δεν μπόρεσε να αποκτήσει παιδιά με την κυρία Ελένη.
Τον κοίταξε στα μάτια και σταμάτησε να μιλάει. Δε μπορούσε να συνεχίσει. Και δε χρειάζονταν άλλωστε. Ο μικρός Τάσος είχε αρχίσει να καταλαβαίνει. Πολλοί γονείς εκείνη την εποχή έδιναν τα παιδιά τους για υιοθεσία σε οικογένειες εύπορες, για να μπορέσουν τα παιδιά τους να έχουν ένα καλύτερο μέλλον. Και μάλλον η μαμά του κάτι τέτοιο σκέφτονταν για αυτόν, συλλογίστηκε.
Κούρνιασε στην αγκαλιά της. Η μυρωδιά της τον πλημμύρισε, η ανάσα της τον ζέστανε. Ήταν στην αγκαλιά της μαμάς του και εκεί ήθελε να είναι πάντα. Δεν ήθελε να την αποχωριστεί. Για κανέναν λόγο, ακόμη και αν ήταν για το καλό του, όπως λένε οι περισσότεροι γονείς. Το μπαμπά του δεν τον θυμόταν, είχε πεθάνει όταν ήταν πολύ μικρός. Για αυτόν όλος ο κόσμος ήταν η μαμά του. Αυτή τον φρόντιζε, αυτή τον κοίμιζε, αυτή τον έπλενε, αυτή τον χάιδευε.
Δε χρειάστηκε να του πει τίποτα άλλο. Τα είχε καταλάβει όλα. Ο κύριος Καλός και η κυρία Καλού ήθελαν να τον υιοθετήσουν. Ο κύριος Καλός ήταν δάσκαλος, άρα η μόρφωσή μου εξασφαλισμένη. Όσο και αν δεν το ήθελε να το αποδεχτει, ήξερε ότι έπρεπε να το κάνει γιατί έτσι θα έδειχνε την αγάπη του προς τη μαμά του. Δε θα της έφερνε αντίρρηση, θα δεχόταν ότι θα του έλεγε εκείνη. Όσο και αν τον πονούσε, θα το έκανε για εκείνη.
Σηκώθηκε, τη φίλησε και έτρεξε πίσω στο σπίτι. Ήθελα να κλάψει, ήθελε να τρέξει μακριά να κρυφτεί, αλλά δεν έκανε τίποτα από όλα αυτά. Έκατσε στην κουζίνα και έφαγε την παπάρα του για βραδινό. Η μαμά του ήρθε και αυτή στο σπίτι. Ο Τάσος  παρατηρούσε το περπάτημά της. Ήταν τόσο αργό, φαινόταν τόσο αφηρημένη. Την πλησίασε και της είπε:
-Μαμά θα κάνω ότι αποφασίσεις. Αν χρειαστεί να μένω με τον κύριο Νίκο και την κυρία Ελένη θα το κάνω, θα έρχομαι όμως κάθε μέρα να σε βλέπω. Θα περνάω από το εργοστάσιο και θα σου φέρνω ένα αγριολούλουδο. Και εσύ μόνο το φιλί που θα μου δίνεις θα μου αρκεί.
Την άλλη μέρα, μόλις η μαμά του γύρισε από το εργοστάσιο, του ανακοίνωσε πως την ερχόμενη Κυριακή θα έρχονταν ο Κύριος Καλός και η κυρία Καλού. Είχαν ετοιμάσει τα χαρτιά. Θα έρχονταν να τον πάρουν.
Η Κυριακή δεν άργησε να έρθει. Φόρεσε τα καλά του ρούχα και όλοι μαζί, η μαμά του, ο Γρηγόρης και ο μικρότερος αδελφός του, ο Γιώργος, περιμένανε τους επισκέπτες. Το κουδούνι χτύπησε και ο ήχος τάραξε τον μικρό Τάσο. Ο κύριος Νίκος και η κυρία Ελένη εμφανίστηκαν με το άνοιγμα της πόρτας. Φορούσαν τα καλά τους ρούχα, τα κυριακάτικα, όπως τα λέγανε τότε. Ένα μαύρο κοστούμι, με άσπρες ρίγες ο κύριος Καλός και ένα σοβαρό, σκούρο μπλε φόρεμα η κύρια Ελένη. Χαιρέτησαν τα παιδιά, τους έδωσαν από μία μικρή σοκολάτα και ένα μικρό κουτί με γλυκά στη μαμά τους.
-Σήμερα είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος κυρία Μούσα, είπε ο κύριος Νίκος. Ο Τάσος θα μας κάνει ευτυχισμένους μετά από τόσα χρόνια που προσπαθούσαμε να κάνουμε παιδί και δεν τα καταφέραμε.
-Ο Τάσος φαίνεται τόσο αξιόλογο παιδί, θα το αγαπάμε περισσότερο και από δικό μας, συμπλήρωσε η κυρία Ελένη και τον κοίταξε με αληθινή στοργή. Με τη στοργή μιας γυναίκας που δεν απέκτησε παιδιά και που τόσο θα ήθελε να έχει στην αγκαλιά της ένα παιδάκι.
Η μαμά του το μόνο που κατάφερε να πει, εκείνο το κρύο απόγευμα του Δεκεμβρίου, ήταν:
-Κύριε Καλέ, σας δίνω το καλύτερο παιδί μου…. και ποτάμια τα δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της.
Τίποτα άλλο δε μπόρεσε να πει. Μόνο αυτή τη φράση. Και τον κοιτούσε συνέχεια. Το βλέμμα της ήταν συνέχεια πάνω του. Ο Τάσος κάρφωσε τα μάτια πάνω της. Δεν μπόρεσε ποτέ να ξεχάσει τα μάτια της, όπως τον κοιτούσαν λέγοντας «το κάνω για σένα παιδί μου και ας πονάω, για να συνεχίσεις το σχολείο που τόσο σου αρέσει, για να μη σου λείψει τίποτα». Ο Τάσος δε μίλησε καθόλου, πήρε το πουγκί του με τα λιγοστά ρούχα του και τους ακολούθησε. Φίλησε τα αδέλφια και τη μαμά του. Την αγκάλιασε σφιχτά και γρήγορα πέρασε το κατώφλι του σπιτιού του. Έξω χιόνιζε. Γύρισε μόνο και είδε τη μαμά του που τον κοιτούσε παγωμένη, της έδειξε μία χιονονιφάδα που έπεσε στη χούφτα μου και της είπε:
-Κοίτα μαμά αν την κρατήσω στα χέρια μου θα ζεσταθεί και θα λιώσει, πρέπει να τη φυσήξω να φύγει μακριά να συνεχίσει το ταξίδι της και πρέπει να το κάνω γρήγορα. Φύσηξε με μιας και η χιονονιφάδα έφυγε. Χόρευε μέσα στο σκοτάδι μαζί με άλλες χιλιάδες χιονονιφάδες, μέχρι να πέσει πάνω σε άλλες χιονονιφάδες στρωμένες στο έδαφος. Τίποτα άλλο δεν της είπε εκείνο το βράδυ του Δεκέμβρη….


Η κυρία με την άσπρη ρόμπα φεύγει. Κάθομαι στο κρεβάτι και κοιτάζω έξω. Χιονίζει. Θέλω να βγω έξω να τρέξω στα χωράφια αλλά μου είναι δύσκολο να κινήσω ακόμη και λίγο τα πόδια μου. Οι χιονονιφάδες χορεύουν τρελό χορό με τον αέρα…όπως τότε που έφευγα για πάντα από το πατρικό μου… Κύριε Καλέ, σας δίνω το καλύτερο παιδί μου…




DK 

2 σχόλια:

  1. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μεγάλη συγκίνηση μου προκαλείς.Ο λόγος σου είναι υπέροχος και η γραφή σου συγκλονιστική.Πόσο με συνεπαίρνει να 'ξερες!!Συνέχισε..θέλω να τα μάθω όλα.Τους λατρεύω τον παππού και τη γιαγιά.Είχαν τόση αγάπη στα μάτια τους,τόση μα τόση στη φωνή τους.Είμαι περήφανη που είχα την τύχη να τους ζήσω κι εγω..με συγκινείς τόσο παλιοκόριτσο!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. λενάκι χαίρομαι που σου αρέσει έτσι όπως τα περιγράφω...μη νομίζεις ότι και εγώ δεν συγκινούμαι όταν τα γράφω...ο παππού και η γιαγιά ήταν για μας ότι πιο αγαπημένο...μακάρι να ζούσαν να τα διάβαζαν...δεν πειράζει όμως...θα το ολοκληρώσω...στο υπόσχομαι...σε φιλώ

    ΑπάντησηΔιαγραφή