Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

ο τετραγωνισμός του κύκλου ή η κυκλοποίηση του τετραγώνου....

    Ο Πετράκης γεννήθηκε σε μια μικρή πόλη, που βρίσκονταν στο πιο ανατολικό σημείο της χώρας. Οι γονείς του ήταν εργάτες σε ένα εργοστάσιο ελαστικών. Από μικρός του άρεσε να ζωγραφίζει ρόδες, σαν αυτές που παράγονταν στο εργοστάσιο όπου δούλευαν οι γονείς του καθημερινά. Αν τον ρωτούσε κάποιος γιατί δεν ζωγράφιζε ολόκληρο το αυτοκίνητο, ο Πετράκης σήκωνε απλά τους ώμους και σούφρωνε με πείσμα τα χείλη του….Αλλά πέρα από ρόδες, του άρεσε να ζωγραφίζει πιάτα, πλανήτες, ήλιους, πορτοκάλια, οτιδήποτε είχε σχήμα κυκλικό. Ο νονός του, του είχε χαρίσει ένα διαβήτη και από τότε ο κύκλος έγινε το αγαπημένο του σχήμα. Με το διαβήτη οι ζωγραφιές του απέκτησαν πιο καλοστρογγυλεμένο σχήμα. Οι ρόδες, τα πιάτα, οι πλανήτες, τα πορτοκάλια είχαν ακρίβεια χιλιοστού και άψογο κυκλικό σχήμα. Ο Πετράκης είχε πάθος για τον κύκλο.
    Ο Σταυράκης γεννήθηκε σε μια μεγάλη πόλη, που βρίσκονταν στο πιο δυτικό σημείο της χώρας. Οι γονείς του ήταν καθηγητές, για την ακρίβεια μαθηματικοί. Είχαν από όλα τα όργανα που διαθέτει ένας σοβαρός μαθηματικός επιστήμονας. Από όλα αυτά, ο Σταυράκης ζήλεψε έναν μικρό χάρακα. Με τον χάρακα άρχισε να χαράζει γραμμές, να τις τέμνει, να τις διασταυρώνει δηλαδή ή να τις κάνει παράλληλες. Στη συνέχεια ζωγράφιζε αντικείμενα όπως τραπέζια, καρέκλες, πίνακες και οτιδήποτε είχε σχήμα τετράγωνο. Ζωγράφιζε και το σκαρί αυτοκινήτων και αν κάποιος τον ρωτούσε γιατί δεν έβαζε ρόδες, αυτός συνοφρυώνονταν και στράβωνε το βλέμμα του… Ο Σταυράκης λάτρευε το τετράγωνο.
     Τα παιδάκια μεγάλωσαν, πήγανε σχολείο και εκεί έδειξαν και τα δύο την κλίση τους στα μαθηματικά. Είχαν βάλει στόχο να σπουδάσουν και να γίνουν μαθηματικοί. Ο Πετράκης χαιρόταν που θα σπούδαζε μαθηματικά. Θα ανέλυε καλύτερα τους κύκλους και τα μυστήριά τους και θα αποδείκνυε την κυκλοποίηση του τετραγώνου. Ο Σταυράκης χαιρόταν που θα σπούδαζε μαθηματικά και θα συνέχιζε την προσπάθεια των γονιών του να αποδείξουν τον τετραγωνισμό του κύκλου.
    Δεν άργησε να περάσει ο καιρός και τα δύο παιδιά, έφηβοι μετέπειτα, ξεκίνησαν τις σπουδές τους. Οι έρευνες των δύο νέων συνεχίζονταν χωρίς σταματημό. Δεν γνώριζε ο ένας τον άλλο, ωστόσο όμως, από τις δημοσιεύσεις των εργασιών τους, γνώριζαν ότι ένας μαθηματικός ερευνά την κυκλοποίηση του τετραγώνου και ένας άλλος τον τετραγωνισμό του κύκλου. Στα κεντρικά της χώρας, διεξήχθη ένα συνέδριο με επιστήμονες από όλη την επικράτεια. Πήγε ο Πέτρος από το ανατολικό πανεπιστήμιο και ο Σταύρος από το δυτικό. Τις εργασίες τους τις είχαν ετοιμάσει με κάθε λεπτομέρεια, το ίδιο και τις παρουσιάσεις για τους συνέδρους. Την προηγούμενη, πήγαν να φάνε σε ένα εστιατόριο. Παρήγγειλαν ο καθένας το φαγητό του και επειδή αυτό αργούσε να έρθει και μια που κάθονταν σε διπλανά τραπέζια, είπαν να πιάσουν κουβέντα για να περάσει η ώρα. Κουβέντα στην κουβέντα συστήθηκαν και ανακάλυψαν ποιος είναι ποιος. Η συζήτηση έγινε καυτή και τα βέλη άρχισαν να πέφτουν. Η κόντρα πήρε μεγάλες διαστάσεις, μέχρι που ο εστιάτορας αντιλήφθηκε την κατάσταση και τους έδιωξε κακήν κακώς από το μαγαζί του.
    Οι δύο επιστήμονες βρέθηκαν νηστικοί έξω από το εστιατόριο, θιγμένοι από τον εστιάτορα και θιγμένοι μεταξύ τους για την αμφισβήτηση των επιστημονικών θεωριών τους, ο ένας του άλλου. Γύρισαν στα δωμάτια του ξενοδοχείου που τους φιλοξενούσε και αποφάσισαν, μέσα στην πείνα και την τσατίλα τους, να κοιμηθούν. Την άλλη μέρα θα παρουσίαζαν τις εργασίες τους και έπρεπε να είναι νηφάλιοι. Κοιμήθηκαν και ονειρεύτηκαν. Ο Πέτρος είδε στο όνειρό του ότι ένα απειλητικό τετράγωνο προσπαθούσε να φάει τον κύκλο του. Ο Σταύρος είδε στο όνειρό του ότι ένας κύκλος ήταν έτοιμος να κατασπαράξει το τετράγωνό του. Τρόμαξαν και οι δύο από τους εφιάλτες τους και παρέμειναν άυπνοι μέχρι το πρωί.
    Το συνέδριο ξεκίνησε και οι δύο επιστήμονες παρουσίασαν τις εργασίες τους. Οι σύνεδροι παρακολούθησαν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις δύο αντικρουόμενες θεωρίες. Προσπαθούσαν να συλλάβουν τα δεδομένα και να αναλύσουν τις εξισώσεις. Ο Πέτρος, όσο περίμενε τις ερωτήσεις τους, ζωγράφιζε στο πρόχειρο χαρτί του. Ζωγράφισε για πρώτη φορά ένα τετράγωνο. Του άρεσε. Έβαλε και τέσσερις ρόδες και σκίτσαρε ένα αυτοκίνητο. Ο Σταύρος ζωγράφισε και αυτός στο πρόχειρο χαρτί του. Σκίτσαρε τέσσερις κύκλους. Τους έβαλε και ένα τετράγωνο και σχεδίασε ένα αυτοκίνητο. Και τότε χαμογέλασαν. Τους άρεσαν τα σχήματά τους. Κοίταξε ο ένας το σκίτσο του άλλου. Ήταν σχεδόν ίδια. Ήταν πολλοί αστείοι, όπως τότε μικρά, που παρέλειπαν με ένα ακατανόητο πείσμα, να ζωγραφίσουν ολοκληρωμένα αυτοκίνητα, ζωγραφίζοντας μόνο τις ρόδες ο ένας και μόνο το σκαρί ο άλλος. Αυτό το πείσμα όμως έφερε κοντά δύο ανθρώπους με ίδια ενδιαφέροντα και αναζητήσεις…πλέον εγκατέλειψαν τις θεωρίες τετραγωνισμού και κυκλοποίησης…ασχολήθηκαν με άλλες πιο ενδιαφέρουσες θεωρίες των μαθηματικών….με αυτή της απόδειξης της κοινής καταγωγής του κύκλου και του τετραγώνου με τη βοήθεια ολοκληρωμάτων και άλλων ανωτέρων μαθηματικών….



Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

4. Η αποκατάσταση της αλήθειας για τον λύκο. Το τέλος

της Δομνίκης Καράντζιου
Μόλις τέλειωσε τις απειλητικές φωνές του, κατευθύνθηκε προς τη βελανιδιά. Ήθελε να δει αν έχει κάποια ενδιαφέρουσα ανακοίνωση. Ήταν λυκόφως και ίσα που προλάβαινε να διαβάσει, πριν πέσει το απόλυτο σκοτάδι. Πάλι μαζί του τα είχαν βάλει. Ιδίως το λυκόφως τον νευρίαζε. Γιατί με αυτή τη λέξη είχαν γυριστεί ταινίες με δαίμονες και άλλα ψεύδη. Δεν μπορούσε όμως να κάνει τίποτα για αυτό. Το όνομά του είχε στιγματιστεί, το ίδιο και το είδος του.
Διάβαζε την ανακοίνωση της αλεπούς και τον πιάσαν τα κλάματα. Τι κλάματα δηλαδή. Έκλαιγε με λυγμούς. Την καημένη την αλεπού! Τι μεγάλη αδικία! Κάποια στιγμή σκούπισε τα δάκρυά του.
Τα κατσικάκια! Τα άτιμα τα κατσικάκια! Ωραίος μεζές μεν, αλλά του βγήκε ξινός. Και αυτά πια, πώς έκαναν έτσι; Αυτός είπε να τα απασχολήσει λίγο, όσο έλειπε η μάνα τους. Του είχε δώσει εντολή η μαμά-κατσίκα βγαίνοντας από το σπίτι. 
-Πάω στην πόλη, μπορείς να προσέχεις τα κατσικάκια μου; Κυκλοφορούν πολλοι κλέφτες, τώρα που κοντεύει το Πάσχα. Τα έχω ενημερώσει τα μικρά μου, αλλά καλού κακού βάλε λίγο αλεύρι στο πόδι σου για να μοιάζει με το δικό μου.
E, αυτό έκανε ο λύκος. Έριξε λίγο αλεύρι στο πόδι του, χτύπησε την πόρτα και τα κατσικάκια την άνοιξαν. Δεν πρόλαβε καλά καλά να μπει στο σπίτι και όλα σαν αλαφιασμένα εξαφανίστηκαν. Το ένστικτό τους τα έκανε να τρομάξουν. Ξαφνικά χτύπησε η πόρτα. Το χτύπημα ήταν απειλητικό. Πήγε να δει από το ματάκι της πόρτας. Και τί είδε; Τον ιδιοκτήτη ενός σφαγείου, που ήθελε να κλέψει τα κατσικάκια.
Ο λύκος θεώρησε καθήκον του να τα προστατέψει. Τι να κάνει και αυτός. Τα κυνήγησε στο σπίτι. Τα έβαλε στην κοιλιά του για να τα εξαφανίσει και να γλιτώσουν από τη σούβλα. Μόνο το μικρότερο δεν μπόρεσε να βρει. Ο λύκος άνοιξε την πόρτα και ο ιδιοκτήτης του σφαγείου με το που τον είδε, σάστισε και το έβαλε στο πόδι. Το μικρότερο κατσικάκι που δεν πρόλαβε να το βάλει στην κοιλιά του βγήκε από την κρυψώνα του.
-Ξέρεις μικρό μου κατσικάκι, εγώ δεν έφαγα τα αδελφάκια σου, μόνο τα έκρυψα στην κοιλιά μου. Θα δεις, μόλις έρθει η μαμά σου θα με βοηθήσει να τα βγάλω πάλι έξω.
Έλα όμως που αυτό το άτιμο το μικρό, είχε μια μανία, άλλα να του λες και άλλα να καταλαβαίνει. Έπλαθε συνεχώς ιστορίες από τη φαντασία του.
Όταν η μαμά-κατσίκα γύρισε, πήγε και της είπε ότι ο λύκος έφαγε τα αδελφάκια του με μανία και πως μόνο αυτό το μικρότερο γλίτωσε. Έκλαιγε τόσο μα τόσο πειστικά! Η μαμά του απόρησε. Νόμιζε πως ο λύκος την πρόδωσε. Αυτός πάλι, είχε ξαπλώσει κάτω από το δέντρο, γιατί έξι κατσικάκια δεν είναι λίγο να τα κουβαλάς στην κοιλιά σου. Το μικρό κατσικάκι της έδωσε την ιδέα να του ανοίξουν την κοιλιά και να του βάλουν πέτρες. Η μαμά του, παρασυρόμενη συναισθηματικά από το καμάρι της, υπάκουσε χωρίς να σκεφτεί ότι θα κινδύνευε να πνιγεί.
Τέλος πάντων. Τέλος καλό όλα καλά. Γιατί τα κατσικάκια είχαν βγει σώα και αβλαβή από την κοιλιά του. Ο λύκος, όπως τον ρίξανε στο ποτάμι, ξύπνησε στον ύπνο του. Ευτυχώς που το ποτάμι ήταν ρηχό και βγήκε μουσκεμένος έξω. Κοίταξε το μικρότερο που χοροπηδούσε. Το κοίταξε απειλητικά, γιατί αυτό που είχε κάνει δεν ήταν καθόλου μα καθόλου σωστό. Τα υπόλοιπα έξι κατσικάκια τον ευχαρίστησαν για την καλή του πράξη. Δεν τα πίστεψε όμως η μάνα τους και φρόντισε, στην αγνωμοσύνη της, να διαλαλήσει παντού ότι ο λύκος κατάφερε και έφαγε στην καθισιά έξι κατσικάκια. Όποιος και να το είχε ακούσει απόρησε. Αλλά τί να έκαναν; Αφού το έλεγε η μαμά-κατσίκα την πίστεψαν. Και κατηγόρησαν, ευθαρσώς και αβάσιμα, τον λύκο.
Μετά από αυτό το περιστατικό και τις συκοφαντίες της μαμάς-κατσίκας ακολούθησαν πολλά, πάρα πολλά παραμύθια που τον κατέκριναν. Τι να πρωτοθυμηθεί. Τα τρία γουρουνάκια, που το μόνο που ήθελε ήταν να εξετάσει την στατική των σπιτιών τους; Που το τούβλινο σπίτι, μετά την συγγραφή του παραμυθιού, έπεσε με τον πρώτο σεισμό; Αλλά αυτό δεν το κατέγραψε κανείς. Ή να θυμηθεί την κοκκινοσκουφίτσα που της άρεζε να παίζει μαζί του μεταμφιέζοντας τον σαν τη γιαγιά της….
Κατέγραψε όλες τις σκέψεις του σε τρεις κόλλες χαρτί, μία δεν τον έφτανε, είχε πολλά απωθημένα να γράψει. Τις αδιαβροχοποίησε με το σάλιο τριών σαλιγκαριών και δενδροκόλλησε την ανακοίνωσή του. Όσοι πρόλαβαν να δουν την ανακοίνωση την είδαν. 
Γιατί, μετά από λίγες μέρες, φύσηξε  ένας δυνατός αέρας και σκόρπισε τα χαρτιά. Τα πήγε μακριά, μέχρι την πόλη. Τα διάβασαν και τα παιδάκια και οι μεγάλοι. Χαμογέλασαν. Στην ανακοίνωση του είχε βάλει και τις περιλήψεις του τζίτζικα, του λαγού και της αλεπούς. Από τότε, κανείς μα κανείς δεν τα ξανακατηγόρησε ποτέ. Όλοι είχαν να λένε τα καλύτερα λόγια για τους τέσσερις αυτούς αληθινούς, ειλικρινείς και συμπαθέστατους ήρωες…..

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

3. Η αποκατάσταση της αλήθειας για την αλεπού....

της Δομνίκης Καράντζιου

Είχε ακούσει για την ανακοίνωση του λαγού στη βελανιδιά. Καμαρωτή, καμαρωτή, με τη φουντωτή ουρά της, ξεκίνησε πρωί πρωί, πριν την πιάσουν οι μεσημεριανές λιγούρες. 
Καλά το είχε διαισθανθεί. Κάτι είχε ψιλιαστεί, αλλά σε ποιον να το έλεγε. Κανείς δε θα την πίστευε. Θα την έλεγαν υπερβολική. Τώρα οι υποψίες της επιβεβαιώθηκαν. Ο λαγός είχε πέσει θύμα της χελώνας. Κρίμα για τον λαγό, γιατί τον συμπαθούσε πολύ. Και τώρα, για έναν λόγο παραπάνω. Έκατσε σε μια μεγάλη πέτρα που βρήκε εκεί κοντά. Πρόσεξε τριγύρω να έχει γρασίδι, για να μη λερώσει την ουρά της και έπεσε σε βαθιά περισυλλογή.
Το κοράκι! Το κατάμαυρο κοράκι! Που τόλμησε να βάλει το cd να παίζει και να κάνει πως τραγουδάει. Δεν είχε ξανακούσει κοράκι να τραγουδάει. Δεν είχε προσέξει πως στην κουφάλα του δένδρου, το κοράκι είχε κρύψει το cd player και με το τηλεκοντρόλ στο πόδι έβαζε όποιο τραγούδι ήθελε. Όταν έφτασε λίγο πιο κάτω, κοντοστάθηκε. Θυμήθηκε πως δεν του είχε δώσει τα συγχαρητήρια της. Και επειδή δεν ήθελε να είναι αγενής, επέστρεψε.
Την στιγμή όμως που βρέθηκε κάτω από το δέντρο, το κοράκι έτρωγε το κολατσιό του, το αγαπημένο του τυρί. "Μα πώς του αρέσει το τυρί, ενώ υπάρχουν τόσο ωραία μεζεδάκια;" αναρωτήθηκε η αλεπού. Εντελώς αυθόρμητα, φωνάζει το κοράκι:
-Ε, κόρακα, τι ωραία τραγουδούσες πριν! Θα τραγουδήσεις το αγαπημένο μου τραγούδι;
Το κοράκι, στον ενθουσιασμό του που η όμορφη αλεπού του έδωσε σημασία, πάτησε το τηλεκοντρόλ. Είχε στήσει την καντάδα για αυτήν. Για κακή του τύχη όμως, το cd player δεν έπαιξε. Ίσως έφταιγαν οι μπαταρίες που ήταν στο τελείωμα. Έτσι αναγκάστηκε να τραγουδήσει με την πραγματική φωνή του. Είχε ξεχάσει ότι έτρωγε και το τυρί του έπεσε από το στόμα. Η αλεπού άκουσε την στριγγλίσια φωνή του και παραξενεύτηκε. Κατάλαβε, ως ιδιαιτέρως έξυπνη που είναι, τί είχε συμβεί και έφυγε παίρνοντάς του το τυρί, για να μάθει άλλη φορά να μην κάνει καντάδες με playback φωνή. Ο κόρακας, απογοητευμένος, που η αλεπού τον απέρριψε για την άσχημη φωνή του και το μαύρο χρώμα του, κάκιωσε. Έπιασε τα υπόλοιπα ζώα και τα επηρέασε, λέγοντάς τους ότι η αλεπού το μόνο που ήθελε ήταν να του κλέψει το τυρί και ότι είναι ρατσίστρια. Δεν είπε τίποτα για τα καμώματά του και τις ψεύτικες καντάδες του. Την κατηγόρησε ότι είναι πονηρή, εκμεταλλεύτρια και κλέφτρα.

Αυτά είχαν συμβεί εκείνο το πρωινό. Η αλεπού κατέγραψε τις σκέψεις της σε μια κόλλα χαρτί. Έβαλε ένα σαλιγκάρι να περπατήσει πάνω στην κόλλα, για να το σαλιώσει και να το κάνει αδιάβροχο. Το κρέμασε στο σημείο των ανακοινώσεων στη βελανιδιά. Σύντομα θα αποκαλυπτόταν η αλήθεια για αυτήν.  Ήθελε οπωσδήποτε να δει την ανακοίνωσή της ο λύκος, ο πιο αδικημένος και συκοφαντημένος από όλους. Να 'τος, εκεί κάτω είναι, μόλις τελειώσει τις απειλητικές φωνές του θα έρθει να την δει…..

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

2. Ο λαγός αφηγείται....

Διάβαζε την ανακοίνωση του τζίτζικα. Τη διάβαζε και την ξαναδιάβαζε. Δεν πίστευε στα μάτια του. Τα γούρλωνε και τα ξαναγούρλωνε για να διαβάζει καλύτερα. Η ανακοίνωση είχε βραχεί λιγάκι από το ψιλόβροχο. Ένιωσε ένα πικραμυγδαλάκι να έχει σταθεί στο λαιμό του που τον ενοχλούσε όταν κατάπινε. Ήταν η πίκρα που ένιωθε μέσα του για την αδικία προς τον τζίτζικα όλα αυτά τα χρόνια. 
-Μα πώς ήταν δυνατόν οι συγγραφείς να κάνουν τέτοια τραγικά λάθη και να εκθέτουν τόσο πολύ τον τζίτζικα; αναρωτήθηκε. 
Έκατσε δίπλα σε έναν πεσμένο κορμό, για να κρύβεται με την ευκαιρία, μιας που ήταν κυνηγετική περίοδος και κινδύνευε να γίνει αντιληπτός από κάποιον περαστικό κυνηγό. Κάθονταν και σκεφτόταν. Θυμήθηκε τη χελώνα.
Τη χελώνα! Την άτιμη τη χελώνα! Αυτή που τον επηρέασε και τον παρέσυρε. Το σχέδιο της ήταν μια χαρά μελετημένο. Θυμήθηκε πώς του παραπονιόταν ότι είναι αργή στο περπάτημα χρόνια τώρα. Πως όλα τα άλλα ζώα ήταν γρήγορα στο τρέξιμο και αυτή πάντα έμενε τελευταία. Το είχε παράπονο να βγει μια φορά και αυτή πρώτη! Είναι και αυτό το καβούκι της που το περιφέρει όπου και αν πηγαίνει. Και αυτό τη βαραίνει και την κουράζει.
Όταν ο λαγός τελείωσε την προπόνηση, έκατσε δίπλα της και τη ρώτησε:
-Και τι προτείνεις δηλαδή λεχώνα;
-Κατ’ αρχάς δεν με λένε λεχώνα αλλά χελώνα. Έπειτα ναι, αυτό σου προτείνω, δεν έχεις ακούσει για στημένους αγώνες; Θα κάνεις πως κοιμάσαι, θα ξεκουράζεσαι και όταν θα φτάνω προς το τέρμα, θα αρχίσεις να τρέχεις, τάχα αλαφιασμένος και φυσικά θα με αφήσεις να τερματίσω πρώτη.
-Δεν συμφωνώ με το σχέδιό σου, αλλά αν είναι να κερδίσεις σε συμπάθεια από τα άλλα ζώα και να σου φύγει το παράπονο θα το κάνω μόνο για σένα και για μια και μόνο  φορά. Αλλά θέλω μία χάρη, μετά από λίγο καιρό να πεις την αλήθεια.

Αυτά είχαν κανονίσει μεταξύ τους, λαγός και χελώνα. Ήταν τόσο πειστικοί στον αγώνα, που κανένα ζώο δεν ψιλιάστηκε το παραμικρό. Μέχρι και τη σοφή κουκουβάγια παραπλάνησαν. Η χελώνα παρίστανε ότι προσπαθεί τα μέγιστα και ο λαγός τον σίγουρο ότι θα νικήσει. Μέχρι που στα αλήθεια τον πήρε ο ύπνος στον αγώνα. Και στο τέλος τάχα έτρεχε να τερματίσει πρώτος. Θυμήθηκε μετά το ύφος της χελώνας, να καμαρώνει για την επιτυχία της. Θυμήθηκε το βλέμμα της λίγο μετά τη βράβευση. Ήταν όλο ειρωνεία. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι θα αθετούσε την υπόσχεσή της και δεν θα αποκάλυπτε την αλήθεια. Και όμως την αθέτησε και ο λαγός απογοητεύτηκε. Κυρίως όμως απογοητεύτηκε που ο συγγραφέας του παραμυθιού πίστεψε τη χελώνα και δεν τον ρώτησε καθόλου για το πώς έχασε τον αγώνα.
Συγκέντρωσε λοιπόν όλες τις σκέψεις του και τις έγραψε σε μια κόλλα χαρτί. Κρέμασε την ανακοίνωση του στη βελανιδιά, να γνωρίζουν όλοι τί πραγματικά συνέβη εκείνη την Κυριακή. Την ανακοίνωση την έβαλε σε ένα πιο προφυλαγμένο μέρος από τη βροχή, αλλά όσο να ‘ναι πάλι βράχηκε. Όποιος πρόλαβε να την δει την είδε. Την είδε και η πονηρή αλεπού. Αλλά γιατί πονηρή; Τι κατηγόριες και αυτές…. Θα μου το αναλύσει σύντομα…

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

1. Η αποκατάσταση της αλήθειας για τον τζίτζικα

Το μυρμήγκι, μέσα στην αχανή φωλιά του, απολάμβανε τους λαχταριστούς μεζέδες, αυτούς τους υπέροχους σπόρους που με τόση υπομονή συγκέντρωνε όλο το καλοκαίρι. Κι ο τζίτζικας, όπως είχε κουρνιάσει σε μια κουφάλα ενός δένδρου, σκεφτόταν το ξεχωριστό καλοκαίρι που πέρασε με χορούς και τραγούδια και αναλογίζονταν αν τελικά έκανε κάτι κακό. Ένιωθε άσχημα με αυτό το παραμύθι που είχε γραφτεί εις βάρος του, μέσα σε λιγότερο από μία εβδομάδα και τον κατηγορούσε άδικα. Σκέφτονταν τι γνώμη θα είχαν σχηματίσει τα παιδάκια για αυτόν. Μάλιστα, αν δεν φρόντιζε να αποκαλύψει την αλήθεια, το κακό θα παραπήγαινε και όλα τα παιδάκια θα πείθονταν πως ο τζίτζικας ήταν ένας μεγάλος τεμπέλης.
Ένιωσε την αδικία να τον πλημμυρίζει. Θυμήθηκε πως όσο αυτός τραγουδούσε και τζιτζίκιζε όλο το καλοκαίρι, τα υπόλοιπα έντομα και ζώα του δάσους απολάμβαναν τη μουσική του. Τον χειροκροτούσαν και τον ενθάρρυναν να παίζει συνεχώς. Οι παραγγελίες έδιναν και έπαιρναν. Σταματημό δεν είχε ο τζίτζικας για να εκπληρώνει του καθενός την επιθυμία. Και όχι μόνο αυτός, όλοι οι τζίτζικες. Ήταν οι τραγουδοποιοί του δάσους. Όλοι τους θαύμαζαν και ζητούσαν αυτόγραφα και αφιερώσεις γραμμένες σε φύλλα. Τα δε μυρμήγκια, όσο κουβαλούσαν τα σποράκια και τα ψίχουλά τους, όλο και ζητούσαν βοήθεια από τα τζιτζίκια που ήταν πιο σωματώδη. Τα φιλότιμα αυτά έντομα, κατέβαιναν πρόθυμα από τα δένδρα για να δώσουν ένα χεράκι βοήθειας στα μικροσκοπικά μυρμήγκια.
Και το συγκεκριμένο μυρμήγκι του παραμυθιού ήταν το πιο μικρόσωμο από όλα. Πάντα ζητούσε τη βοήθεια του τζίτζικα, τον θαύμαζε και τον παρότρυνε να συνεχίζει να τους διασκεδάζει. Μάλιστα ήταν αυτό το μυρμήγκι που δεν ήθελε να ανοίξει την πόρτα, όταν έξω χιόνιζε και το τζιτζίκι πάγωνε. Τα υπόλοιπα μυρμήγκια της φωλιάς είχαν αντίθετη άποψη, αλλά αυτό το παρέβλεψε ο συγγραφέας του παραμυθιού. Πολλές οι ανακρίβειες λοιπόν και πολλές οι παραλείψεις.
Αυτά θυμήθηκε ο τζίτζικας και ήθελε πει την αλήθεια. Ήταν ένα περήφανο έντομο και πίστευε ότι άξιζε τον σεβασμό όλων.
Έτσι συγκέντρωσε όλες τις σκέψεις του, τις κατέγραψε σε μια κόλλα χαρτί και ενημέρωσε όλα τα υπόλοιπα ζώα και έντομα του δάσους, με μια ανακοίνωση που κρέμασε στο κορμό μια μεγάλης βελανιδιάς. Η ανακοίνωση βράχηκε από μια ξαφνική βροχή. Όσοι πρόλαβαν να τη διαβάσουν, τη διάβασαν.
Πάντως ένα είναι το σίγουρο. Ότι τη διάβασε ο λαγός και φρόντισε και αυτός να πει τη δική του αλήθεια, μιας που είχε άχτι τη χελώνα. Πώς; Είπε θα με ενημερώσει σύντομα….

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

Ο ξυλοκόπος με το γύφτικο σκερπάνι

Όλη μέρα, μέσα στο δάσος, έκοβε ξύλα, αφαιρούσε κλαδιά, δούλευε χωρίς σταματημό. Στο χωριό γυρνούσε αργά το απόγευμα. Ούτως ή άλλως δεν τον περίμενε κανένας στο σπίτι του. Η γυναίκα του είχε πεθάνει στη γέννα του πρώτου τους παιδιού. Το σκεπάρνι από τότε είχε γίνει η προέκταση του χεριού του. Το είχε αγοράσει, από έναν πλανόδιο γύφτο, λίγο πριν γεννήσει η γυναίκα του, για να μην τους λείψουν τα κούτσουρα και να ζεσταίνεται το μωρό τους. Όμως η γυναίκα του πέθανε λίγο πριν τον τοκετό, από μια επιπλοκή και το μωρό δεν γεννήθηκε ποτέ. Έτσι, ο άτυχος ξυλοκόπος δεν είχε λόγο να βρίσκεται στο σπίτι του. Βέβαια δεν είχε και λόγο να κόβει όλη μέρα ξύλα. Όμως αυτό δεν μπορούσε να το σταματήσει. Ήθελε να βρίσκεται εκεί, στο δάσος, ανάμεσα στα δένδρα, ανάμεσα στα κούτσουρα. Έκοβε μέτριου πάχους κορμούς, τους τεμάχιζε σε κούτσουρα και τα στοίβαζε στην άκρη. Ύστερα προχωρούσε παραπέρα. Συνέχιζε στο ίδιο μοτίβο, μέχρι να περάσει η ώρα, να πάει αργά το απόγευμα και να γυρίσει στο σπίτι του. Έβαζε το σκεπάρνι του στον ώμο και έπαιρνε τον κατήφορο. Αρνιόταν πεισματικά να κουβαλήσει έστω και ένα κούτσουρο σπίτι του για να ζεσταθεί. Τον χειμώνα τον έβγαζε με πολλές φλοκάτες και με ζεστό τραχανά. Δεν τον ένοιαζε το κρύο. Ούτε που καταλάβαινε πως κρύωναν οι πατούσες του, το βράδυ όταν κοιμόταν.
Οι χωρικοί ήξεραν τη στεναχώρια του. Φόρτωναν τα κούτσουρα στα γαϊδούρια και τα μετέφεραν στα σπίτια τους. Αυτά καίγονταν στα τζάκια, αργά αργά, δίνοντας ζέστη και θαλπωρή, με τα παιδάκια τους να ψήνουν κάστανα στην άκρη. Ο ξυλοκόπος είχε γίνει ο ήρωάς τους. Ήταν ο ξυλοκόπος με το γύφτικο σκερπάνι, έτσι τον φώναζαν, ή καλύτερα τον κορόιδευαν αναμεταξύ τους. Έκοβε ξύλα για όλο το χωριό και οι χωρικοί είχαν κάθε μέρα έτοιμα κούτσουρα για καύση. 
Κάποια στιγμή ένας χωρικός σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να ανταποδώσουν την καλοσύνη στον ξυλοκόπο. Μάζεψε και άλλους χωρικούς και όλοι μαζί συζητήσανε τι θα μπορούσαν να κάνουν. Σκέφτονταν, σκέφτονταν, αλλά δεν μπορούσαν να αποφασίσουν. Ο ξυλοκόπος ήταν αρκετά παράξενος και ιδιόρρυθμος μετά το χαμό της γυναίκας και του αγέννητου παιδιού του.
Ο πιο γέρος από τους χωρικούς σκέφτηκε να του προτείνανε να γίνει ο άρχοντας του χωριού τους. Αφού είναι τόσο πονόψυχος, θα έκανε πολλά έργα ως άρχοντας, σκέφτηκε. Οι υπόλοιποι δέχτηκαν και αποφασίσανε να τον επισκεφτούν ένα βράδυ, όταν θα γύριζε από το βουνό. Έτσι και έγινε. Τον επισκέφθηκαν την ώρα που έτρωγε τον συνηθισμένο του γλυκό τραχανά. Το σπίτι ήταν παγωμένο. Πρώτος ο πιο γέρος, αυτός που είχε την ιδέα, μίλησε στον ξυλοκόπο. Του είπε πόσο τον εκτιμούν όλοι στο χωριό, πόσο μεγάλη είναι η προσφορά του στους κατοίκους με τα ξύλα που κόβει και πως τα παιδάκια δεν υποφέρουν από το κρύο, καθώς τα τζάκια είναι πάντα αναμμένα. 
Ο ξυλοκόπος ήταν αρκετά σαστισμένος. Δεν είχε συνηθίσει να υποδέχεται κόσμο στο σπίτι του. Έπειτα δεν ένιωθε πως έκανε κάτι παραπάνω από έναν συνηθισμένο άνθρωπο. Έκανε αυτό που τον ευχαριστούσε. Το να είναι άρχοντας δεν τον συγκινούσε. Δεν ήξερε γράμματα και δεν ήξερε πώς να φερθεί ως άρχοντας. Ωστόσο η επιτροπή του χωριού ήταν αρκετά πιεστική και αναγκάστηκε να δεχτεί. Ξεπροβόδισε τους χωρικούς έως την πόρτα και έπειτα χώθηκε κάτω από τη φλοκάτη του να ζεσταθεί.
Όλο το βράδυ δεν έκλεισε μάτι. Στριφογυρνούσε και σκεφτόταν. Σκεφτόταν και στριφογυρνούσε. Είχε δώσει την υπόσχεσή του και δε γινόταν να πάρει το λόγο του πίσω. Το πρωί θα τον περίμεναν στο αρχοντικό του χωριού. Τα δένδρα του δάσους θα τον περίμεναν και αυτά. Δεν ήξερε ποιον να προδώσει. Τους κατοίκους του χωριού ή τα δένδρα. Τους κατοίκους που τόσα χρόνια δεν τον έδιναν ιδιαίτερη σημασία ή τα δένδρα που τα μιλούσε και  έλεγε τον πόνο του, που ακόμη και αν τα πλήγωνε, όταν τα έκοβε, αυτά συνέχιζαν να τον αγαπούν. Δεν μπορούσε να αποφασίσει. Μέχρι που χάραξε. 
Σηκώθηκε και με αργά βήματα πήρε το σκεπάρνι του. Βγήκε από το σπίτι. Το σκεπάρνι το είχε στον ώμο του, όπως πάντα. Αν έστριβε από την αυλόπορτα αριστερά, ο δρόμος θα τον έβγαζε στο αρχοντικό. Αν έστριβε δεξιά, ο δρόμος θα τον έβγαζε στο δάσος. Κοντοστάθηκε. Σκέφτηκε. Έκανε ένα βήμα μπροστά. Ξανακοντοστάθηκε. Ξανασκέφτηκε. Διόρθωσε το σκεπάρνι στον ώμο του. Το στήριξε καλύτερα. Και έγειρε το σώμα του προς τα δεξιά. Η ανηφόρα τον περίμενε. Το δάσος ήταν εκεί. Ξεκίνησε με λαχτάρα να φτάσει στα αγαπημένα του δέντρα. Όταν έφτασε στο μέρος που είχε αφήσει την προηγουμένη μέρα τα κούτσουρα και από εκεί θα συνέχιζε το κόψιμο, δεν σταμάτησε. Συνέχιζε να βαδίζει. Βάδιζε, ανάμεσα σε πανύψηλα δέντρα, ανάμεσα σε ακανθώδεις θάμνους. Τα πόδια του δεν σταμάτησαν να βαδίζουν παρά μόνο όταν έφτασε σε ένα ξέφωτο…
Οι χωρικοί από την πλευρά τους περίμεναν τον ξυλοκόπο να έρθει στο αρχοντικό, αλλά ο ξυλοκόπος δεν εμφανίστηκε. Όταν πέρασε η μέρα και έφτασε το απόβραδο, όλοι κατάλαβαν ότι ο ξυλοκόπος αθέτησε την υπόσχεσή του. Οι μέρες κύλησαν και ο ξυλοκόπος ήταν άφαντος. Οι μήνες ξανακύλησαν και ο ξυλοκόπος ήταν ακόμη άφαντος. Όλοι απορούσαν τί απέγινε. Το καλοκαίρι, σε μια εκδήλωση του νέου άρχοντα στο δάσος, σε ένα ξέφωτο, ένα παιδάκι εκεί όπου έπαιζε, βρήκε ένα ξυλόγλυπτο. Φώναξε τη μαμά του και τους υπόλοιπους να δουν τον κορμό του δέντρου που παρίστανε μια γυναικεία φιγούρα. Όλοι έτρεξαν και αντίκρισαν το ξυλόγλυπτο. Ήταν μια μάνα που κρατούσε ένα βρέφος στην αγκαλιά της. Όλοι δάκρυσαν. Κατάλαβαν. Δεν χρειάστηκε να σχολιάσουν τίποτα.
Το επόμενο καλοκαίρι, ο νέος άρχοντας του χωριού εγκαινίασε στο ξέφωτο του δάσους ένα άγαλμα που παρίστανε έναν ξυλοκόπο με ένα σκεπάρνι στον ώμο. Το άγαλμα έστεκε δίπλα στο ξυλόγλυπτο, που παρίστανε τη μάνα με το βρέφος και που είχε σκαλίσει με τόση αγάπη ο ξυλοκόπος με το γύφτικο σκεπάρνι.




Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

Σαν τον σκύλο με τη γάτα

            Έμεναν και οι τέσσερις σε ένα μεγάλο διαμέρισμα, μιας αξιοσέβαστης περιοχής, με μικρούς κήπους μπροστά στις εισόδους, με γκαράζ για τα πολυτελή αυτοκίνητα, με φιλιππινέζες για τα οικοκυρικά, με personal trainers και δε συμμαζεύεται. Ο καθένας στο διαμέρισμα είχε εξασφαλισμένο το χώρο του, για να μη γίνονται τσακωμοί αλλά κυρίως γιατί δε γούσταρε καθόλου η κυρία να κοιμάται στη συζυγική κρεβατοκάμαρα, με το νωχελικό σύζυγο στις συζυγικές του υποχρεώσεις…ο κύριος τις ματαιόδοξες μυρωδιές της κυρίας, μετά το βραδινό ντους και τα παρφουμαρίσματα…ο σκύλος το άκουσμα του διαρκούς γλειψίματος της γάτας επί του κορμιού της….και η γάτα τα γουργουρίσματα του σκύλου, όταν έβλεπε μια σκιά ή τις δικές του οπτασίες να περνούν από μπροστά του.
             Η συγκατοίκηση ήταν μερικές φορές επεισοδιακή όταν παραβιάζονταν ο εναέριος, προσωπικός χώρος του καθενός. Η κυρία σιχαίνονταν τη γάτα του συζύγου της, την εκνεύριζε η νωχελικότητά της, τα χαζονιαουρίσματα όταν ήθελε να χαϊδευτεί στο αφεντικό της, τις τρίχες που έπεφταν παντού. Αντίστοιχα είχε βαρεθεί και το αφεντικό της, δηλαδή τον σύζυγό της, γιατί η γάτα ήταν του συζύγου. Είχε βαρεθεί να τον βλέπει όλη μέρα με τις πιζάμες, άεργο εισοδηματία, να κάθεται βαριεστημένα στον καναπέ, με τη γάτα παραδίπλα του να τη χαϊδεύει όπως χάιδευε αυτήν κάποτε. Κάποτε, όχι τώρα. Εκνευρίζονταν όταν ο σύζυγός της απευθύνονταν στη γάτα του και τη φώναζε «αγάπη μου, τι θέλεις καλή μου….έλα στην αγκαλιά μου…», έτσι όπως απευθύνονταν σε αυτήν κάποτε. Κάποτε, όχι τώρα. Πλέον τους περιφρονούσε και τους δύο, γάτα και σύζυγο. Τους έβρισκε τόσο βαρετούς και μονόχνοτους, τόσο εκνευριστικά ταιριαστούς.
          Από την άλλη η κυρία είχε τον σκύλο της. Έναν υπέροχο σκύλο. Μεγαλόσωμο, κοντότριχο, δυναμικό και ματαιόδοξο για το καθαρόαιμο της ράτσας του. Τον έπαιρνε έξω βόλτα και όλοι θαύμαζαν τον σκύλο της, αλλά και αυτήν. Κάνανε μαζί τζόκινγκ, περπατούσανε γύρω από την αξιοσέβαστη περιοχή που μένανε και πού και πού έπιανε συζήτηση με κάποιον γείτονα που έβγαζε και αυτός τον σκύλο του βόλτα. Και ενώ στην αρχή ήταν πιο σνομπ στο να μιλάει με σχεδόν άγνωστους, σιγά σιγά εξοικειώθηκε και γνώρισε αρκετούς γνωστούς μετά των σκύλων τους. Ένας της άρεσε πολύ και βόλτα στη βόλτα το προχωρήσανε το πράμα, βάζανε τα σκυλιά τους να γαυγίζουν και να τρέχουν και αυτοί αρχίσανε τις περιπτύξεις. Αυτό συνεχίστηκε για πολύ.
          Ο κύριος εκνευρίζονταν πολύ με τον σκύλο της συζύγου του. Γιατί το έπαιζε σωματώδης και δυναμικός αλλά κυρίως γιατί τα έβαζε με τη γάτα του. Σπάζονταν όταν τον ξυπνούσε με τα γαυγίσματά του και όταν εκβίαζε τη γάτα του. Κρυφά κρυφά από τη σύζυγό του, τον τάιζε γλυκά για να σαπίσουν τα υπέροχα άσπρα δόντια του. Τη γάτα του τη λάτρευε. Ήταν νωχελική σαν και αυτόν. Την τάιζε σε πορσελάνινα πιάτα τα μαγειρευτά του φαγητά, την χάιδευε μέρα νύχτα, της μιλούσε και αυτή έγλειφε τη γούνα της και ότι τέλος πάντων έχριζε καθαριότητας πάνω της. Βόλτες φυσικά δεν την πήγαινε, πρώτον γιατί τις γάτες δεν τις βγάζουν βόλτα και δεύτερον γιατί και οι δυο τους ήταν νωχελικοί και σπιτόγατοι.
           Η ζωή τους συνεχίζονταν σε αυτούς τους ρυθμούς με εντάσεις μέσα στο σπίτι, με αποδράσεις της κυρίας και του σκύλου της έξω από αυτό, με άπειρες ώρες μπροστά στην τηλεόραση του κυρίου με τη γάτα του. Μια μέρα ο σκύλος, καθώς έτρωγε δίπλα στη γάτα, της αποκάλυψε πώς η κυρία του γνώρισε έναν όμορφο γείτονα, που βγαίνει βόλτα με την όμορφη σκύλα του και πως αυτός και η σκύλα πολύ ταιριάσανε στο παιχνίδι, όπως και η κυρία με τον γείτονα στις συζητήσεις. Η γάτα μόλις το άκουσε πονηρεύτηκε. Ήταν σίγουρη πως η κυρία δε συζητούσε απλά με τον γείτονα, ήξερε από τέτοια, της είχε αφηγηθεί κάποια φορά το αφεντικό της για την παράνομη σχέση μιας κυρίας με έναν κύριο, που ο κόσμος νόμιζε ότι μόνο συζητούσαν στις βόλτες τους δημοσίως. Έτσι ένα βράδυ που χαϊδεύονταν στην αγκαλιά του αφεντικού της και γλείφονταν στο επίμαχό σημείο της ευαίσθητης περιοχής της, του ανακοίνωσε το νέο του σκύλου. Ο κύριος δεν εξεπλάγην και πολύ, σαν να το περίμενε. Τη χάιδεψε απαλά στη ράχη και άφησε να βγει ένας αναστεναγμός. Η γάτα αντιλήφθηκε μια μικρή πικρία στον κύριό της αφήνοντας να βγει ένα ελαφρύ γουργούρισμα και συνέχισε να γλείφεται επιδεικτικά μπροστά του.
             Οι μέρες κύλησαν, οι συναντήσεις με τον όμορφο γείτονα συνεχίστηκαν, τα χαϊδολογήματα της γάτας με τον κύριό της επίσης. Η κατάσταση επιδεινώθηκε και μια μέρα η κυρία, όσο η γάτα και ο σκύλος κάθονταν ο ένας απέναντι στον άλλο σε θέση επίθεσης, ανακοίνωσε στον κύριο ότι θέλει να χωρίσουν. Ο κύριος την κοίταξε στα μάτια και χωρίς να πει τίποτα, με τη σιωπή του αποδέχθηκε το αναμενόμενο. Η γάτα και ο σκύλος κοιτάχτηκαν και αυτοί και χαλάρωσαν τη θέση επίθεσης. Για πρώτη φορά ένιωσαν να συμπαθιούνται. Την επομένη ξεκίνησε η διαδικασία του χωρισμού, που περιλάμβανε μετακόμιση της κυρίας και του σκύλου της, μοίρασμα των επίπλων και όλα τα σχετικά.       
            Πλέον, μετά το πέρασμα ενός μήνα, η κυρία και ο κύριος μένανε χωριστά, το ίδιο και ο σκύλος με τη γάτα. Η γάτα μελαγχόλησε, χωρίς τον όχι και τόσο αντιπαθητικό τελικά, σκύλο να την κυνηγάει στο διαμέρισμα. Είχε αρχίσει να βαριέται τη νωχελικότητά της. Ο σκύλος μελαγχόλησε και αυτός χωρίς την όχι και τόσο αντιπαθητική γάτα, καθώς άρχισε να βαριέται τις εξουθενωτικές, πλέον, ματαιόδοξες βόλτες της κυρίας του και τα ατελείωτα τρεξίματα με τη σκύλα του γείτονα.
              Μια μέρα, σε μια βόλτα με τη κυρία του, έτυχε να περάσουν κάτω από την πολυκατοικία που μένανε παλιά. Η κυρία μιλούσε στο κινητό της και δεν έδινε σημασία στον σκύλο της, κάτι που συνήθιζε τον τελευταίο καιρό. Σαν να τον είχε βαρεθεί και αυτόν. Ο σκύλος άρχισε να γαυγίζει επίμονα. Καλούσε τη γάτα να κατέβει. Η γάτα άκουσε το κάλεσμά του. Ο κύριός της κάθονταν, όπως πάντα νωχελικός στον καναπέ του, με την τρυπημένη πια πιζάμα του, σχεδόν κοιμισμένος. Συνήθιζε τώρα τελευταία να αποκοιμιέται στον καναπέ, μη δίνοντας σημασία στη γάτα του και τα γλειψίματά της. Βγήκε στο μπαλκόνι, είδε τον σκύλο, του νιαούρισε για να καταλάβει και να την περιμένει. Πήρε το λούκι για διαδρομή και κατέβηκε στο ισόγειο.
             Ο σκύλος και η γάτα ήταν πλέον ελεύθεροι. Η απομάκρυνσή τους τους έκανε να συνειδητοποιήσουν πόσο ο ένας συμπαθούσε την άλλη. Με σηκωμένες, περήφανα, τις ουρές τους και χωρίς κανένας να τους αντιληφθεί, το σκάσανε. Ούτε που ήξεραν που θα πηγαίνανε. Οπουδήποτε και αν τους έβγαζε ο δρόμος αυτοί θα περνούσαν ωραία. Γιατί είχαν μέσα τους την ίδια ανάγκη. Να συναναστραφεί ο σκύλος σκυλοσυμμορίες και οι γάτα κεραμιδόγατες. Να ζήσουν έντονα, μακριά από νωχελικότητες και ματαιοδοξίες. Και πού και πού θα βρίσκονταν να απολαμβάνουν την παρέα τους και να αναπολούν τα αφεντικά τους….. DK

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2012

Ο περιθωριακός ζωγράφος

Του είχε πάρει πολύ καιρό για να ολοκληρώσει τη συλλογή των πινάκων του. Είχε ζωγραφίσει τοπία, ανθοδοχεία, κήπους, περιβόλια, αγρούς, οτιδήποτε είχε σχέση με τη φύση. Και όταν ολοκλήρωσε τη συλλογή του, αποφάσισε να εκθέσει τους πίνακές του. Ήταν η πρώτη φορά που θα κατέβαζε τους πίνακές του σε έκθεση. Βρήκε στέγη σε μία γκαλερί αρκετά γνωστή στην πόλη του. Η έκθεσή του εγκαινιάστηκε και οι επίσημοι προσκεκλημένοι κατέφθασαν. Ένιωθε κάπως άβολα, γιατί ήταν λίγο περιθωριακός τύπος. Οι προσκεκλημένοι του, όλοι από τον κύκλο της ιδιοκτήτριας της γκαλερί, πρωτοκλασάτοι και καλοντυμένοι, άλλοι με μια πίπα και άλλοι με ένα ρολόι τσέπης, προσηλώθηκαν στους πίνακες. Κοιτούσαν τους πίνακες….δεν περίμεναν να δουν τόσο ωραίες δημιουργίες από έναν άγνωστο ζωγράφο…άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους για την τεχνοτροπία, για τα χρώματα. Ο ζωγράφος κάθονταν σε μια γωνία και τους παρακολουθούσε. Δεν του πολυάρεσαν οι μούρες τους, αλλά έχει χάρη που είχε ανάγκη να πουλήσει τους πίνακές του. Ήταν σε δύσκολη οικονομική κατάσταση και αυτή ήταν μια καλή ευκαιρία να κερδίσει αρκετά χρήματα. Τους παρακολουθούσε πώς θαύμαζαν τους πίνακές του...τους παρακολουθούσε και σκεφτόταν…σκεφτόταν τα υπέροχα λουλούδια που κατάφερε να αποτυπώσει σε έναν πίνακα… θυμόταν τον αγρό με τις παπαρούνες, κατακόκκινο, να κυματίζει με το ελαφρύ αεράκι…θυμόταν τον κήπο με τα τριαντάφυλλα, που πλημμύριζε από τα χρώματά τους…και εκεί που θυμόταν όλα αυτά έβλεπε τους καλοντυμένους προσκεκλημένους της γκαλερίστα…και δεν του άρεσαν καθόλου…με το κοστούμια τους, με τα ρολόγια τσέπης, με τις πίπες τους …ήθελε να πάρει τους πίνακές του και να πάει στην αγαπημένη του παμπ να πιει ένα καφάσι μπύρες…να μιλήσει με τους φίλους του, που σε τίποτα δεν έμοιαζαν με αυτούς τους προσκεκλημένους… Οι προσκεκλημένοι συνέχιζαν να θαυμάζουν τους πίνακες. Κάποια στιγμή κάλεσαν τον καλλιτέχνη να τον ρωτήσουν ποια τεχνική χρησιμοποιεί, πώς ανακατεύει τα χρώματα και άλλες λεπτομέρειες…Ο ζωγράφος δεν είχε καμιά διάθεση να συνδιαλεχτεί μαζί τους. Τους βαριόταν τέτοιους τύπους, για αυτό και τόσα χρόνια δεν πουλούσε πίνακες. Δεν ήθελε να τους χαριστεί. Και τώρα έπρεπε και να τους μιλήσει από πάνω. Με βαριά βήματα πλησίασε και στάθηκε απέναντί τους. Τους κάρφωσε με το βλέμμα του, τον κάρφωσαν και αυτοί. Το στόμα του είχε αρχίσει να στεγνώνει και ήθελε απεγνωσμένα να πιει μία μπύρα. Σκέφτηκε τους φίλους του στην παμπ που τον περίμεναν, σκέφτηκε τα λουλούδια που δε θα ήθελαν καθόλου να γίνουν θέαμα στα αποκρουστικά, κλασικά διακοσμημένα σαλόνια μονόχνοτων κυρίων και κυριών. Τους πίνακές του τους αγαπούσε, ήταν μέρος του εαυτού του. Πήγε να ανοίξει το στόμα του να μιλήσει…δεν μπόρεσε όμως να βγάλει ούτε μία λέξη…κοίταξε τους πίνακές του…και από την άλλη κοίταξε τους προσκεκλημένους με τα σκούρα κοστούμια, τα ρολόγια τσέπης, μύρισε την απεχθή μυρωδιά της πίπας…γύρισε και κοίταξε και την γκαλερίστα, με τη γερασμένη επιδερμίδα… Οι περιθωριακοί φίλοι του τον περίμεναν στην παμπ. Άρχισε να ξεκρεμάει τους πίνακές του…τους κατεβάσε, τους έβαλε τον έναν πάνω στον άλλο…και χωρίς να κοιτάξει το παγερό βλέμμα των υπολοίπων, έφυγε αφήνοντας πίσω του τους προσκεκλημένους και τη γκαλερίστα να κοιτάνε με απορία…Η πάμπ ήταν δύο δρόμους πιο κάτω. Τα βήματά του ήταν γρήγορα, ανάλαφρα. Έφτασε στην παμπ και απόθεσε τους πίνακες πάνω στο μπαρ. Όλοι θαύμασαν την τέχνη του. Τους μίλησε για την τεχνική του, τους είπε πώς ανακάτεψε τα χρώματα, τους αφηγήθηκε πώς προσπαθώντας να ζωγραφίσει ένα τοπίο τον έπιασε βροχή και έτρεχε μέσα στον κατακλυσμό να γλιτώσει το έργο του…και οι φίλοι του τον κοιτούσαν με αληθινό θαυμασμό και έπιναν όλοι μαζί τις αγαπημένες τους μπύρες. Έπεσε λίγη μπύρα σε έναν πίνακα. Η παπαρούνα κούνησε τα κόκκινα πέταλά της. Ήταν σαν να έλεγε στον καλλιτέχνη…ευτυχώς μας γλίτωσες από τους άνυδρους τοίχους των σαλονιών των προσκεκλημένων…

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

Για τον παππού μου (οι λεμονί κορδέλες)

Ο παππούς
Κατερίνη, 2009

Κοιτάζω εκείνο το κουτί με τα γλυκά…είναι τυλιγμένο με μια όμορφη λεμονί κορδέλα…λεμονί κορδέλα…σαν εκείνη που είχα χαρίσει στη Νίκα για τις πλεξούδες της…





Έδεσσα 1926
Την επομένη αγόρασε κίτρινη κορδέλα, από ένα μικρό μαγαζάκι πίσω από το τζαμί, την έκοψε σε δύο ίσα κομμάτια, τα τύλιξε ρολό και τα έκρυψε στην τσέπη του παντελονιού του. Μόλις σχόλασε, πέρασε πρώτα από το εργοστάσιο που δούλευε η μητέρα του, όπως συνήθιζε κάθε μέρα και συνέχισε. Πήρε τον κατήφορο και βγήκε στο δρόμο για το σπίτι της Δομνίκας. Την περίμενε να γυρίσει σπίτι της. Δεν άργησε να φανεί. Ήταν το ίδιο όμορφη, όπως εκείνο το πρωινό στο ποτάμι. Μόλις τον αντίκρισε στη γωνία του δρόμου, πάλι γούρλωσε τα μάτια της και κατέβασε το πρόσωπό της. Δεν ήθελε να δείξει την ντροπή της. Ο Τάσος πρότεινε το χέρι του μπροστά της.
-Σου πήρα αυτές τις λεμονί κορδέλες για τις πλεξούδες σου, της είπε, χωρίς να διστάσει καθόλου.
Η Δομνίκα, τον κοίταξε με απορία. Τα δευτερόλεπτα κύλησαν τόσο αργά, λες και ήταν ώρες ολάκερες. Με δισταγμό πήρε τις κορδέλες από τη χούφτα του Τάσου. Τα χέρια τους αγγίχτηκαν. Ο Τάσος ένιωσε υπέροχα, η Δομνίκα ένιωσε αμηχανία. Πήρε τις κορδέλες και τις έκρυψε στο πουγκί της. Είπε δειλά ένα «ευχαριστώ» και προχώρησε. Ο Τάσος δε σταμάτησε να την κοιτάζει, μέχρι που έστριψε στην άλλη γωνία. Δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Ήξερε όμως ότι το έκανε από ντροπή. Αυτό που είχε τώρα στο νου του ήταν να δει τη Δομνίκα να φοράει τις κορδέλες στα μαλλιά της.
Την άλλη μέρα η Δομνίκα, καταχαρούμενη με το δώρο του Τάσου -τον είχε αναγνωρίσει, ήταν ο θετός γιος της θείας της- πήγε στη γιαγιά της. Θα της έλεγε ότι τις κορδέλες τις αγόρασε από το μαγαζάκι με λεφτά που μάζευε εδώ και καιρό, αλλά μόνο άμα τη ρωτούσε.
-Γιαγιά θέλω να μου κάνεις δύο πλεξούδες και να μου βάλεις φιόγκο αυτές τις κορδέλες…
-Ωραίες λεμονί κορδέλες Δομνίκα μου…Πάνω κορίτσι, κάτω μαλλιά…πάνω κορίτσι κάτω μαλλιά…δεν σχολίασε τίποτα περισσότερο η γιαγιά της, ήταν και αυτή κάποτε κοπελίτσα και ήξερε…
Η γιαγιά αγαπούσε πολύ την εγγονή της. Από τότε που πέθανε η μητέρα της Δομνίκας, η κόρη της η Πελαγία, την είχε αδυναμία. Την έπαιζε, τη φρόντιζε, την κοίμιζε. Πονούσε για το θάνατο της κόρης της, πονούσε και για το μοναδικό κοριτσάκι που άφησε πίσω της. Η Δομνίκα, ένιωθε έντονη ανασφάλεια από τότε που είχε χάσει τη μητέρα της και είχε προσκολληθεί στη γιαγιά της. Εκείνη ήταν το καταφύγιό της. Ο πατέρας της ήταν απόμακρος. Ουσιαστικά δεν μπορούσε να αναθρέψει μόνος του τη μικρή και αντιλαμβανόμενος την αδυναμία του, την άφηνε να πηγαίνει στη γιαγιά της. Έτσι περνούσε ώρες πολλές μαζί της. Της άρεσε να της διηγείται παραμύθια. Της άρεσε να της χαϊδεύει τα μαλλιά της. Κάθε άγγιγμα της γιαγιάς της, κάθε παραμύθι την έφερνε πιο κοντά στη μητέρα της που δεν είχε προλάβει να γνωρίσει, στη μητέρα της που φαντάζονταν το πρόσωπό της….




DK

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

Για τον παππού μου (Δομνίκα ή Νίκα)


Ο παππούς
Κατερίνη, 2009

Πως κατάντησα έτσι; Εκείνο το δένδρο που βλέπω εκεί μακριά, ναι είναι μία βελανιδιά. Τι μου θυμίζει... ένα και μόνο δένδρο μπορεί να σου φέρει τόσες θύμισες!
Ήταν εκείνη η βελανιδιά στην άκρη του ποταμού. Μια βελανιδιά μεγάλη, επιβλητική. Εκεί συνήθιζα να πηγαίνω όταν ήθελα να απομονωθώ. Πολλές φορές είχα μαζί μου ένα σουγιά και έδινα σχήματα στις φλούδες που έκοβα από τους κορμούς των δένδρων. Μια μέρα είχα πάει στο αγαπημένο μου δένδρο, ήμουν γύρω στα δέκα πέντε. Ήταν μια περίοδος που ήθελα να απομονώνομαι, να διαβάζω, να γράφω. Άρχιζα να βλέπω τις γυναίκες διαφορετικά, καταλάβαινα ότι κάτι μου συνέβαινε. Και εκείνο το πρωινό είχα δει τη Δομνίκα….

Δομνίκα ή Νίκα
Έδεσσα, 1926

Ένα απόγεμα ανοιξιάτικο, Μάιος ήταν, ο Τάσος κάθονταν κάτω από το αγαπημένο του δένδρο και ζωγράφιζε. Μια μικρή κοπέλα, πιο μικρή από αυτόν, πέρασε από εκεί μπροστά και πέταξε ένα εργόχειρο στο νερό. Ήταν έθιμο εκείνη την εποχή τα κορίτσια να πετάνε το πρώτο τους εργόχειρο στο ποτάμι, ώστε τα επόμενα που θα έκαναν να ήταν καλύτερα. Η κοπέλα δεν είχε αντιληφθεί τον Τάσο που κάθονταν κάτω από το δένδρο. Καθώς παρατηρούσε το εργόχειρό της, που το παράσερνε η ροή του ποταμού, ο Τάσος παρατηρούσε την κοπέλα. Είχε όμορφα, ξανθά μαλλιά πλεγμένα σε δύο πλεξούδες που ακουμπούσαν στην πλάτη της. Φορούσε ένα λεμονί φορεματάκι, μακρύ μέχρι τους αστράγαλους. Σηκώνοντας το λίγο για να μη βραχεί, ο Τάσος είδε τις γάμπες της, κατάλευκες και τα σοσονάκια της ξεπρόβαλλαν με τη μικρή δαντελίτσα. Όταν γύρισε να φύγει είδε το πρόσωπό της. Έμοιαζε με τις ηθοποιούς του βωβού κινηματογράφου... Τον κοίταξε και γούρλωσε τα μάτια της...αισθάνθηκε ντροπή που ήταν εκεί κοντά και την κοιτούσε. Χαμήλωσε το βλέμμα της και έφυγε με μικρά και γρήγορα βήματα. Ο Τάσος συνέχιζε να την κοιτάζει καθώς απομακρύνονταν. Ήταν μικρή, όμως τόσο χαριτωμένη και όμορφη.
Από εκείνo το απόγευμα τη σκεφτόταν συνέχεια. Του είχε αφήσει μια όμορφη αίσθηση μέσα του. Θα της χάριζε κίτρινες κορδέλες για τα ξανθά μαλλιά της. Αν θα έβρισκε το θάρρος θα ακουμπούσε φευγαλέα και το χέρι της. Ήξερε πού να την βρει…ήταν η ανιψιά της θετής του μητέρας, της Μαμαλένης…την είχε αναγνωρίσει...ίσως να τον είχε αναγνωρίσει και η Δομνίκα…έτσι την έλεγαν…


DK 

Για τον παππού μου....(η μητέρα)


Ο παππούς
Κατερίνη, 2009

Μόλις ξύπνησα. Ακούω θορύβους πολλούς, φωνές ανθρώπων. Προσπαθώ να καταλάβω πού βρίσκομαι. Μου είναι δύσκολο να καταλάβω. Φωνάζω «Μαίρη» και η Μαίρη δεν έρχεται. Μα τι μου συμβαίνει δεν ξέρω. Βλέπω τα χέρια μου και μου φαίνονται τόσο γερασμένα. Ακουμπάω με τα δάχτυλα μου το πρόσωπο μου και αισθάνομαι τις ρυτίδες μου. Είμαι 98 χρονών.
Έρχεται μία κυρία με άσπρη ρόμπα να με ταΐσει. Κάποια μου θυμίζει αλλά δε μπορώ να θυμηθώ. Έχει όμορφα, μακριά, καστανά μαλλιά, λίγο σπαστά στην άκρη, πρόσωπο καθαρό, λευκό και μάτια γλυκά. Με κοιτάει και μου τείνει το χέρι με το κουτάλι. Μου χαμογελάει και το χαμόγελό της φωτίζει το πρόσωπό της. Ναι θυμήθηκα, θυμήθηκα ποια μου θυμίζει….

Η μητέρα μου
Έδεσσα, 1918

-Παιδιά, ελάτε έκανα τραχανά, ελάτε να σας πλύνω λίγο τα χέρια. Ο τραχανάς θα κρυώσει.
Ο Γρηγόρης, ο μεγάλος γιος, πρώτος αφήνει το παιχνίδι στο ποτάμι. O Τάσος θέλει να παίξει και άλλο με τις πέτρες, αλλά η μαμά του φωνάζει. Δε θέλει να τη στενοχωρεί. Από τότε που πέθανε ο μπαμπάς τους, τη βλέπει κάθε βράδυ να κλαίει. Ξέρει πως δυσκολεύεται. Ποτέ όμως δε της χαλάει χατίρι. Ο Γρηγόρης, ως μεγαλύτερος αδελφός του, προσπαθεί να τη βοηθήσει στα οικονομικά του σπιτιού. Πηγαίνει στο παζάρι κάθε Σάββατο και πουλάει εργόχειρα της. Ο Τάσος, το δεύτερο παιδί, ανεβαίνει στο καμπαναριό και σκοτώνει νυχτερίδες. Το κοκαλάκι τους είναι τόσο πολύτιμο, που με τα χρήματα που κερδίζει αγοράζει τα βιβλία για το σχολείο. Του αρέσει το διάβασμα. Πηγαίνει στο γειτονικό βιβλιοπωλείο και δανείζεται βιβλία. Νιώθει το βλέμμα της να τον παρακολουθεί όσο διαβάζει και αισθάνεται τον έντονο προβληματισμό της. Ξέρει ότι θα ήθελε να συνεχίσει το σχολείο, να συνεχίσει και στο γυμνάσιο όταν μεγαλώσει, αλλά δεν ξέρει αν θα τα καταφέρει λόγω της φτώχεια της.
Μια μέρα εκεί που διάβαζε, πήγε κοντά του.
-Τασούλη μου, σου αρέσει το διάβασμα, έτσι δεν είναι; του είπε χαϊδεύοντας τα μαλλιά του.
-Nαι μαμά, μου αρέσει θα ήθελα όταν μεγαλώσω να γίνω επιστήμονας. Να γίνω μηχανικός να χτίζω σπίτια, να χτίσω και για εσένα μαμά ένα ωραίο σπίτι, να μένουμε όλοι μαζί.
Η μαμά του γύρισε στο παράθυρο και κοίταξε έξω. Ο Τασούλης της ήξερε ότι θα το ήθελε πολύ και αυτή, αλλά η ζωή τους ήταν τόσο δύσκολη….
-Θα σπουδάσεις παιδί μου, του είπε και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της.
Το παιδί της δεν ήξερε τι σκεφτόταν εκείνη την ώρα και δάκρυσε και αυτό, δεν άργησε όμως να καταλάβει…

Εκείνο τον καιρό πήγαινε στο σπίτι τους επίσκεψη ένα ζευγάρι που δεν είχε παιδιά. Όποτε ρωτούσε τη μαμά του πώς και έρχεται η κυρία Ελένη και ο κύριος Νίκος στο σπίτι τους και τους φέρνουν κάθε φορά καραμέλες, η μαμά του απέφευγε να του απαντήσει. Όλο του έλεγε ότι το ζευγάρι ήταν πολύ καλοί άνθρωποι, ότι τον συμπαθούν και τον ξεχωρίζουν από τα αδέλφιά του και ότι δεν έχουν δικά τους παιδιά. Δε μπορούσε όμως να καταλάβει τίποτα περισσότερο.
Μια μέρα η μαμά του πήγε στην όχθη του ποταμού μαζί με τον Τάσο. Έριξε ένα φυλλαράκι στην άκρη και του είπε:
-Κοίτα Τάσο το φυλλαράκι. Από το δένδρο ξεκίνησε και έπεσε εδώ κοντά μας, εγώ το έριξα στο νερό και τώρα θα ταξιδέψει. Θα περάσει από μέρη πολλά, θα χτυπηθεί με τα βράχια, θα κυλάει ήρεμα, θα πέσει από τον καταρράκτη. Και αν προσέχει θα φτάσει μέχρι τη θάλασσα και εκεί μπορεί να ταξιδέψει και άλλο. Και θα γνωρίσει ακόμη περισσότερα μέρη. Έτσι και εμείς οι άνθρωποι. Γεννιόμαστε, μεγαλώνουμε αλλά κάποια στιγμή κάποιος μπορεί να μας βοηθήσει να βγούμε από τις δυσκολίες της ζωής και να μας δώσει εφόδια να ταξιδέψουμε στη ζωή μας. Να κάνουμε πράγματα διαφορετικά.
-Εγώ μαμά θέλω να ταξιδέψουμε μαζί, να σε προσέχω.
-Αγόρι μου γλυκό, είσαι μικρός και τόσο έξυπνος. Πόσο θα ήθελα να μπορούσα να σε βοηθήσω να ταξιδέψεις.
Και μετά συνέχισε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και αφήνοντας ένα αναστεναγμό….
-Ο κύριος Νίκος Καλός, που έρχεται στο σπίτι μας, είναι δάσκαλος. Είναι πολύ καλός άνθρωπος και δεν μπόρεσε να αποκτήσει παιδιά με την κυρία Ελένη.
Τον κοίταξε στα μάτια και σταμάτησε να μιλάει. Δε μπορούσε να συνεχίσει. Και δε χρειάζονταν άλλωστε. Ο μικρός Τάσος είχε αρχίσει να καταλαβαίνει. Πολλοί γονείς εκείνη την εποχή έδιναν τα παιδιά τους για υιοθεσία σε οικογένειες εύπορες, για να μπορέσουν τα παιδιά τους να έχουν ένα καλύτερο μέλλον. Και μάλλον η μαμά του κάτι τέτοιο σκέφτονταν για αυτόν, συλλογίστηκε.
Κούρνιασε στην αγκαλιά της. Η μυρωδιά της τον πλημμύρισε, η ανάσα της τον ζέστανε. Ήταν στην αγκαλιά της μαμάς του και εκεί ήθελε να είναι πάντα. Δεν ήθελε να την αποχωριστεί. Για κανέναν λόγο, ακόμη και αν ήταν για το καλό του, όπως λένε οι περισσότεροι γονείς. Το μπαμπά του δεν τον θυμόταν, είχε πεθάνει όταν ήταν πολύ μικρός. Για αυτόν όλος ο κόσμος ήταν η μαμά του. Αυτή τον φρόντιζε, αυτή τον κοίμιζε, αυτή τον έπλενε, αυτή τον χάιδευε.
Δε χρειάστηκε να του πει τίποτα άλλο. Τα είχε καταλάβει όλα. Ο κύριος Καλός και η κυρία Καλού ήθελαν να τον υιοθετήσουν. Ο κύριος Καλός ήταν δάσκαλος, άρα η μόρφωσή μου εξασφαλισμένη. Όσο και αν δεν το ήθελε να το αποδεχτει, ήξερε ότι έπρεπε να το κάνει γιατί έτσι θα έδειχνε την αγάπη του προς τη μαμά του. Δε θα της έφερνε αντίρρηση, θα δεχόταν ότι θα του έλεγε εκείνη. Όσο και αν τον πονούσε, θα το έκανε για εκείνη.
Σηκώθηκε, τη φίλησε και έτρεξε πίσω στο σπίτι. Ήθελα να κλάψει, ήθελε να τρέξει μακριά να κρυφτεί, αλλά δεν έκανε τίποτα από όλα αυτά. Έκατσε στην κουζίνα και έφαγε την παπάρα του για βραδινό. Η μαμά του ήρθε και αυτή στο σπίτι. Ο Τάσος  παρατηρούσε το περπάτημά της. Ήταν τόσο αργό, φαινόταν τόσο αφηρημένη. Την πλησίασε και της είπε:
-Μαμά θα κάνω ότι αποφασίσεις. Αν χρειαστεί να μένω με τον κύριο Νίκο και την κυρία Ελένη θα το κάνω, θα έρχομαι όμως κάθε μέρα να σε βλέπω. Θα περνάω από το εργοστάσιο και θα σου φέρνω ένα αγριολούλουδο. Και εσύ μόνο το φιλί που θα μου δίνεις θα μου αρκεί.
Την άλλη μέρα, μόλις η μαμά του γύρισε από το εργοστάσιο, του ανακοίνωσε πως την ερχόμενη Κυριακή θα έρχονταν ο Κύριος Καλός και η κυρία Καλού. Είχαν ετοιμάσει τα χαρτιά. Θα έρχονταν να τον πάρουν.
Η Κυριακή δεν άργησε να έρθει. Φόρεσε τα καλά του ρούχα και όλοι μαζί, η μαμά του, ο Γρηγόρης και ο μικρότερος αδελφός του, ο Γιώργος, περιμένανε τους επισκέπτες. Το κουδούνι χτύπησε και ο ήχος τάραξε τον μικρό Τάσο. Ο κύριος Νίκος και η κυρία Ελένη εμφανίστηκαν με το άνοιγμα της πόρτας. Φορούσαν τα καλά τους ρούχα, τα κυριακάτικα, όπως τα λέγανε τότε. Ένα μαύρο κοστούμι, με άσπρες ρίγες ο κύριος Καλός και ένα σοβαρό, σκούρο μπλε φόρεμα η κύρια Ελένη. Χαιρέτησαν τα παιδιά, τους έδωσαν από μία μικρή σοκολάτα και ένα μικρό κουτί με γλυκά στη μαμά τους.
-Σήμερα είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος κυρία Μούσα, είπε ο κύριος Νίκος. Ο Τάσος θα μας κάνει ευτυχισμένους μετά από τόσα χρόνια που προσπαθούσαμε να κάνουμε παιδί και δεν τα καταφέραμε.
-Ο Τάσος φαίνεται τόσο αξιόλογο παιδί, θα το αγαπάμε περισσότερο και από δικό μας, συμπλήρωσε η κυρία Ελένη και τον κοίταξε με αληθινή στοργή. Με τη στοργή μιας γυναίκας που δεν απέκτησε παιδιά και που τόσο θα ήθελε να έχει στην αγκαλιά της ένα παιδάκι.
Η μαμά του το μόνο που κατάφερε να πει, εκείνο το κρύο απόγευμα του Δεκεμβρίου, ήταν:
-Κύριε Καλέ, σας δίνω το καλύτερο παιδί μου…. και ποτάμια τα δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της.
Τίποτα άλλο δε μπόρεσε να πει. Μόνο αυτή τη φράση. Και τον κοιτούσε συνέχεια. Το βλέμμα της ήταν συνέχεια πάνω του. Ο Τάσος κάρφωσε τα μάτια πάνω της. Δεν μπόρεσε ποτέ να ξεχάσει τα μάτια της, όπως τον κοιτούσαν λέγοντας «το κάνω για σένα παιδί μου και ας πονάω, για να συνεχίσεις το σχολείο που τόσο σου αρέσει, για να μη σου λείψει τίποτα». Ο Τάσος δε μίλησε καθόλου, πήρε το πουγκί του με τα λιγοστά ρούχα του και τους ακολούθησε. Φίλησε τα αδέλφια και τη μαμά του. Την αγκάλιασε σφιχτά και γρήγορα πέρασε το κατώφλι του σπιτιού του. Έξω χιόνιζε. Γύρισε μόνο και είδε τη μαμά του που τον κοιτούσε παγωμένη, της έδειξε μία χιονονιφάδα που έπεσε στη χούφτα μου και της είπε:
-Κοίτα μαμά αν την κρατήσω στα χέρια μου θα ζεσταθεί και θα λιώσει, πρέπει να τη φυσήξω να φύγει μακριά να συνεχίσει το ταξίδι της και πρέπει να το κάνω γρήγορα. Φύσηξε με μιας και η χιονονιφάδα έφυγε. Χόρευε μέσα στο σκοτάδι μαζί με άλλες χιλιάδες χιονονιφάδες, μέχρι να πέσει πάνω σε άλλες χιονονιφάδες στρωμένες στο έδαφος. Τίποτα άλλο δεν της είπε εκείνο το βράδυ του Δεκέμβρη….


Η κυρία με την άσπρη ρόμπα φεύγει. Κάθομαι στο κρεβάτι και κοιτάζω έξω. Χιονίζει. Θέλω να βγω έξω να τρέξω στα χωράφια αλλά μου είναι δύσκολο να κινήσω ακόμη και λίγο τα πόδια μου. Οι χιονονιφάδες χορεύουν τρελό χορό με τον αέρα…όπως τότε που έφευγα για πάντα από το πατρικό μου… Κύριε Καλέ, σας δίνω το καλύτερο παιδί μου…




DK 

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2012

Ο κύριος με το σκαμπό


Είχε ένα μαγαζάκι, με καπέλα, σκουφάκια, κασκόλ και άλλα σχετικά, σε ένα στενό αλλά κεντρικό δρόμο της μικρής του πόλης. Κάθονταν κάθε μέρα σε ένα άβολο σκαμπό και κοιτούσε τον κόσμο που περνούσε. Εκεί κάθονταν χειμώνα-καλοκαίρι. Αψηφούσε το κρύο, αγαπούσε τη ζέστη. Ένιωθε πόνο σε όλο του το σώμα, αλλά η ζαλάδα του ποτού τα διέγραφε όλα. Το ποτήρι με το ποτό το είχε πάντα πλάι του. Έπινε πολύ, εδώ και χρόνια. Στη ζωή ήταν μόνος. Είχε κάποιους φίλους αλλά πλέον είχε ξεκόψει και από αυτούς. Είχε βυθιστεί κυριολεκτικά στο ποτό.
Όποτε έμπαινε κάποιος πελάτης στο μαγαζί, σηκώνονταν βαριά βαριά, προσπαθούσε να μιλήσει χωρίς να προδοθεί και ξεπροβοδίζοντας τον, έπιανε ξανά το σκαμπό του. Το μεσημέρι έκλεινε το μαγαζί του και τρεκλίζοντας πήγαινε δύο τετράγωνα πιο πέρα, στο μικρό του διαμέρισμα. Η ζωή του κάθε μέρα ήταν η ίδια. Το σπίτι του το ένιωθε ολοένα και πιο άδειο. Τουλάχιστον στο μαγαζάκι του έμπαινε, έβγαινε κόσμος, κοιτούσε τα αυτοκίνητα. Παρατηρούσε.
Μια μέρα ξύπνησε σχετικά πιο αργά. Ένιωθε πολύ άσχημα. Δεν είχε κουράγιο να πάει στο μαγαζί του, αλλά ήθελε να πάει. Ξεκίνησε, περπάτησε νωχελικά. Η απόσταση του φάνηκε πιο μεγάλη από κάθε άλλη φορά. Όλα του φαίνονταν θολά. Άνοιξε τα ρολά του μαγαζιού του, άνοιξε την πόρτα και έβγαλε το σκαμπό του. Πήρε το ποτήρι του και έκατσε στην άκρη του πεζοδρομίου. Ήπιε δυο, τρεις γουλιές και αισθάνθηκε καλύτερα. Προσπάθησε να σηκωθεί, καθώς είδε μια κυρία με το παιδάκι της να μπαίνουν στο μαγαζί. Δεν τα κατάφερε όμως. Η κυρία άρχισε να ενοχλείται, το παιδάκι να τρέχει πέρα δώθε. Όσο και αν προσπάθησε δεν τα κατάφερε να σηκωθεί. Κάποια στιγμή το παιδάκι βγήκε και τον κοίταξε στα μάτια. Το κοίταξε και αυτός. Και τότε θυμήθηκε. Έτσι είχε κοιτάξει και ο ίδιος, όταν ήταν μικρός, έναν κύριο έξω από το μπακάλικο του χωριού του. Η μάνα του είχε σπεύσει να του κλείσει τα μάτια με την παλάμη της. Ο κύριος κάθονταν στην ξύλινη καρέκλα, έξω από το μπακάλικο, νεκρός από το αλκοόλ, με τα μάτια του ακόμη ανοιχτά και με το χέρι να κρατάει σφιχτά το ποτήρι με το ποτό.
Έλα παιδί μου, πάμε, μη κοιτάς, ο κύριος κοιμάται…θα σου πάρω από άλλο μαγαζί σκουφάκι και κασκόλ…πάμε…είπε βάζοντας την παλάμη της στο πρόσωπο του μικρού παιδιού…ανάμεσα όμως από τα δάχτυλα της το παιδάκι διέκρινε το παγωμένο βλέμμα του κυρίου που καθόταν στο σκαμπό, με το ποτήρι σφιχτά στη χούφτα του…

DK

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2012

Τα διδυμάκια

Μια φορά και έναν καιρό ήταν δύο δίδυμα μωράκια (έμβρυα δηλαδή ήταν που ζούσαν μέσα στη μήτρα της μαμάς τους, αλλά εμείς θα τα λέμε μωράκια στην κοιλίτσα…ακούγεται πιο παραμυθένια…). Έτσι λοιπόν τα δύο δίδυμα μωράκια μέσα στην κοιλίτσα της μαμάς τους…μεγάλωναν…μεγάλωναν…μεγάλωναν κάθε μέρα και περισσότερο…σχηματίζονταν τα χεράκια τους, τα ποδαράκια τους, τα κεφαλάκια τους…όλη μέρα κολυμπούσαν μέσα στο υγρό της κοιλίτσας…πότε παίζανε…πότε χαϊδεύονταν…πότε πάλι κλωτσιόντουσαν και μαλώνανε…η μαμά τους χαίρονταν με τα μωράκια της …τα ένιωθε που γαργαλιόντουσαν και τη γαργαλούσαν και αυτήν…πονούσε λίγο όταν κλωτσιόντουσαν, αλλά δεν τους το έδειχνε… μόνο χάιδευε απαλά την κοιλίτσα της για να ησυχάσουν… και ο μπαμπάς τους χαίρονταν…τα χάιδευε πάνω από την κοιλίτσα της μαμάς…και αυτά ακουμπούσαν το μαγουλάκι τους εκεί που πήγαινε το χέρι του…ξέχασα να σας πω ότι το ένα ήταν κοριτσάκι και το άλλο αγοράκι…το κοριτσάκι ήταν λίγο σκανδαλιάρικο και το αγοράκι λίγο ντροπαλό αλλά μέχρι το κόκαλο ποδοσφαιρόφιλος…το κουσούρι αυτό το πήρε από τον μπαμπά του…
Μια μέρα που πήγε η μαμά τους στο γιατρό, άκουσαν έναν περίεργο ήχο να τα πλησιάζει…ήταν σαν βόμβος…τον είχαν ξανακούσει, αλλά τις άλλες φορές ήταν αρκετά μικρά…τώρα καταλάβαιναν καλύτερα…ο βόμβος έγινε πιο δυνατός…και κάτι άγγιζε την κοιλιά της μαμάς τους από έξω…
-Το ακούς αυτό; είπε το κοριτσάκι…
-Ναι και έχει αρχίσει να με εκνευρίζει…απάντησε το αγοράκι…
-Ακούς τι της λέει της μαμάς ο γιατρός; Κάτι ύποπτο της λέει, αλλά δεν πολυκαταλαβαίνω…
-Ούτε και εγώ καταλαβαίνω, κάνει παρεμβολές αυτό το μηχάνημα και δεν μπορώ να κρυφακούσω…
Αφού τους ενόχλησε για αρκετή ώρα ο βόμβος κάποια στιγμή σταμάτησε…και τότε κρυφάκουγαν με την ησυχία τους…τα άκουσαν όλα…ότι σε δύο μήνες θα γεννιόντουσαν…ότι θα βγαίνανε έξω από την κοιλιά της μαμάς τους…έξω;
Τα δίδυμα μωράκια για μια στιγμή πάγωσαν…
-Θα βγούμε από την κοιλίτσα της μαμάς; Είπαν με μια φωνή….
Αυτό τους δημιουργούσε φόβο…αλλά από την άλλη τους κινούσε την περιέργεια… αγκαλιάστηκαν δυνατά…ότι και να συνέβαινε θα το αντιμετωπίζανε μαζί… στην αρχή κάνανε σχέδια για το μέλλον τους έξω από την κοιλιά της μαμάς τους αλλά μετά αρχίσανε πάλι να ξεσιμερίζονται…εγώ θα γεννηθώ πρώτος…ότι εγώ θα γεννηθώ πρώτη…όχι εγώ θα πιάσω την αριστερή αγκαλιά της μαμάς…όχι εγώ τη δεξιά…όχι εγώ θα γελάσω πρώτος στον μπαμπά…όχι εγώ στη γιαγιά…έπεσαν λίγες μπουνιές, λίγες κλωτσιές…πόνεσε η μαμά τους, αλλά δεν τους το έδειξε…και με μια κίνηση απότομη τα δύο δίδυμα μωράκια γυρίσανε τις πλάτες τους…και έτσι όπως τις γυρίσανε δεν μπόρεσαν να ξαναγυρίσουν το ένα απέναντι στο άλλο….εγκλωβίστηκαν στην καινούργιά τους θέση…είχανε μεγαλώσει αρκετά πια και οι κινήσεις τους ήταν περιορισμένες…τώρα μόνο οι πλατούλες τους ακουμπούσαν και όταν ήθελαν να χαϊδευτούν κουνούσαν την πλατούλα…αν ήθελαν να αρπαχτούν έπαιρνε φόρα το ένα και σκουντούσε το άλλο στην πλατούλα…η μόνη τους επαφή ήταν η πλατούλα…ο καιρός δεν άργησε να περάσει και τα διδυμάκια είχαν αρχίσει να ασφυκτιούν μέσα στον κοιλίτσα της μαμάς τους…
-Δε μου λες; Κάνει το κοριτσάκι…τί θα γίνει θα περιμένουμε το ραντεβού που έκλεισε η μαμά με τον γιατρό; Πάμε να φύγουμε τώρα;
-Όχι, δε θα ήταν φρόνιμο, είπε το αγοράκι…
Το κοριτσάκι ήταν ανυπόμονο και ξεσήκωσε τελικά το αγοράκι…του έταξε ότι θα του παραχωρήσει την αριστερή αγκαλιά της μαμάς τους, εκεί που χτυπάει η καρδούλας της….κουνήσανε λιγάκι τις πλατίτσες τους χαδιάρικα….δώσανε μια γερή κλωτσιά τη μαμά τους, για να τη προειδοποιήσουν το τι πρόκειται να συμβεί και πήραν βαθιά αναπνοή…άρχισαν να σκουντιούνται…όχι μαλώνοντας το ένα το άλλο…η φύση τα πρόσταζε…το μόνο πρόβλημα ήταν ποιο θα βγει πρώτο…υποτίθεται ότι θα έβγαινε το κοριτσάκι…αλλά τελευταία στιγμή το αγοράκι θυμήθηκε ότι το περιμένει μια μεγάλη γυαλιστερή μπάλα, άφησε τις ντροπές και τις παραχωρήσεις και πήρε τα πρωτεία…εξάλλου το κοριτσάκι είπε να περιμένει να βγει πρώτος ο αδελφός της, για να δει αν θα του αρέσει ο έξω κόσμος…μήπως και άλλαζε γνώμη…
Δεν το συζητώ σε τι πανικό βρέθηκε η μαμά τους και ο μπαμπάς τους μόλις άρχισαν οι πόνοι…μπήκαν κατευθείαν στο αυτοκίνητο και κατευθύνθηκαν προς το μαιευτήριο…έλα όμως που μόλις είχε τελειώσει ένα ματς ποδοσφαίρου και είχε νικήσει η ΑΕΚ…ο μπαμπάς τους τρελάθηκε από τη χαρά του…βγήκε από το αυτοκίνητο και άρχισε να πανηγυρίζει με τους φιλάθλους της αγαπημένης του ομάδας…η μαμά τους συνέχιζε να βογκάει…οι πόνοι είχαν πυκνώσει και τα μωρά της ήταν έτοιμα να βγουν…μια περαστική κοπέλα τη βοήθησε, καθώς όλοι οι άντρες χοροπηδούσαν για τη νίκη…πρώτο βγήκε το αγοράκι…έπειτα από λίγο βγήκε και το κοριτσάκι…κλαίγανε από το κρύο αλλά και από τη χαρά τους…είχαν αντικρύσει τον έξω κόσμο…είχαν αντικρύσει τη μαμά τους, που με δάκρυα τα αγκάλιαζε και τον μπαμπά τους, που μέσα στην τρελή χαρά, είχε αρπάξει δύο σημαίες της ΑΕΚ και τα τύλιξε να μην κρυώνουν…
Τα διδυμάκια κοιτάχτηκαν στα μάτια…ήταν πλέον έτοιμα για νέες σκανταλιές στον έξω κόσμο και για πλατοχαϊδολογήματα όποτε θέλανε να θυμηθούνε τις αξέχαστες στιγμές που είχαν ζήσει στην κοιλίτσα της μαμάς τους…




DK









Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

Ο Σπόρος και το Σποράκι





Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας σπόρος σιταριού, λαμπερός, με υπέροχο, ανοιχτό, κίτρινο χρώμα και άψογο, οβάλ σχήμα. Ο σπόρος αυτός όταν θα φύτρωνε θα έδινε ένα δυνατό, ψηλό και περήφανο φυτό σιταριού. Η μαμά του και ο μπαμπάς του ήταν δύο πολύ καλές και διάσημες ποικιλίες σιταριού. Έτσι λοιπόν ο σπόρος αυτός, όπως και πολλοί άλλοι όμοιοι του, ήταν πολύ περήφανος για την καταγωγή του.
Όπως το έσπειρε ο γεωργός με την ειδική σπαρτική μηχανή του, ο λαμπερός, με υπέροχο, ανοιχτό, κίτρινο χρώμα και άψογο, οβάλ σχήμα σπόρος έπεσε δίπλα σε ένα σποράκι, μικρούλι και άσημο. Το χρώμα του ήταν ξεφτισμένο γκρι και το σχήμα του ήταν τόσο, μα τόσο παράξενο. Δεν μπορούσες να το πεις ούτε στρογγυλό, ούτε οβάλ, ούτε κυλινδρικό αλλά ούτε έμοιαζε με πυραμίδα. Ο σπόρος σαν το είδε στην αρχή αδιαφόρησε και δεν του έδωσε καθόλου προσοχή. Εξάλλου δεν έπρεπε να χάνει το χρόνο του για να μιλάει σε άγνωστα και άσημα σποράκια. Σκοπός της ζωής του ήταν να κρατήσει δυνάμεις και να φυτρώσει μαζί με τους άλλους συνομήλικους σπόρους. Ένα πρωί όμως ο σπόρος δεν άντεξε και του είπε:
-Εσύ σποράκι μικρό από πού ήρθες; Ποια είναι η μαμά σου και ο μπαμπάς σου;
Το μικρό σποράκι δεν ήξερε τι να απαντήσει. Δεν γνώριζε ούτε τη μαμά του ούτε τον μπαμπά του. Του απάντησε στεναχωρημένο:
-Δεν θυμάμαι ποιος είναι ο μπαμπάς μου και η μαμά μου, το μόνο που θυμάμαι είναι ότι η μαμά μου, όπως φυσούσε ο άνεμος και με έπαιρνε μακριά της, με φώναζε: «Σποράκι μου μικρό, να ταξιδέψεις σε μέρη μακρινά και να φυτρώσεις εκεί που θα επιλέξεις εσύ, μόνο να φροντίσεις στο μακρινό σου ταξίδι να κάνεις φίλους, φίλους αληθινούς που θα σε αγαπάνε».
-Φίλος; Τι θα πει φίλος; Εμένα κανένας δε μου μίλησε για φίλους. Δεν ξέρω τι σημαίνει φίλος, απάντησε ο λαμπερός, με υπέροχο ανοιχτό κίτρινο χρώμα και άψογο οβάλ σχήμα σπόρος.
Το μικρό και άσημο σποράκι έμεινε άναυδο. Πρώτη φορά στη ζωή του είχε συναντήσει κάποιον που δεν είχε κάνει φίλους, που δεν ήξερε τι σημαίνει να έχεις φίλους.
-Δεν ξέρεις τι σημαίνει φίλος; Εγώ το μόνο που έχω σε αυτή τη ζωή είναι πολλοί και καλοί φίλοι. Από τότε που έφυγα από τη μαμά μου και με παρέσυρε ο άνεμος έπεσα στο έδαφος. Από εκεί με πήρε ένα πουλί στο στόμα του και ταξιδεύαμε μαζί. Πετούσαμε ψηλά στον ουρανό και βλέπαμε βουνά, κοιλάδες, πεδιάδες, ποτάμια. Γίναμε φίλοι, φίλοι παντοτινοί. Όταν με άφησε στο χώμα γνώρισα ένα σκιουράκι. Κόλλησα στο τρίχωμά του και μαζί πηδούσαμε από δένδρο σε δένδρο και από κλαδί σε κλαδί. Γίναμε φίλοι, φίλοι παντοτινοί. Έπειτα, όταν αποκολλήθηκα από το τρίχωμά του, το αποχαιρέτησα και γνώρισα ένα σκαθάρι που με μετέφερε στη φωλιά του. Εκεί παίξαμε μαζί ώρες ατελείωτες. Γίναμε φίλοι, φίλοι παντοτινοί. Έφυγα όμως και από εκεί, όπως φύσηξε μια μέρα ένας αέρας δυνατός και παρέα με ένα ξερό φυλλαράκι πετούσαμε μια ψηλά και μια χαμηλά. Γίναμε αμέσως φίλοι, φίλοι παντοτινοί και στο τέλος έπεσα σε αυτό το σημείο δίπλα σε εσένα. Το φυλλαράκι συνέχισε το ταξίδι του, εγώ όμως έπρεπε να ξεκουραστώ για να φυτρώσω.
-Φίλος δηλαδή είναι αυτός που ταξιδεύεις μαζί του, που παίζεις, που έχεις κοινές εμπειρίες… είπε δειλά ο σπόρος.
-Ακριβώς,  απάντησε το σποράκι. Όλα αυτά σημαίνει για τον καθένα ο φίλος.
-Εγώ όμως δεν έχω περιθώρια να γίνω φίλος με κανέναν. Οι εντολές που μας δώσανε είναι να κρατήσουμε όλη την ενέργειά μας για να φυτρώσουμε όλοι οι σπόροι μαζί.
-Το να κάνεις κάποιον φίλο σου δεν σημαίνει ότι θα κουραστείς. Το μόνο που χρειάζεται είναι να δώσεις αγάπη.  
-Αγάπη; Άλλο πάλι και τούτο. Τι σημαίνει αγάπη; ρώτησε ο σπόρος.
-Αγάπη είναι αυτό που αισθάνεσαι για κάποιον, να τον νοιάζεσαι, να τον φροντίζεις.
-Μπορούμε λοιπόν να γίνουμε φίλοι; Θα ήθελα πριν φυτρώσω να έχω κάνει έστω και έναν φίλο, απάντησε ο σπόρος και αμέσως ένιωσε ευτυχισμένος που είχε νιώσει ένα σκίρτημα αγάπης για το μικρό σποράκι.
Οι σπόροι για λίγο κουνήθηκαν. Ήρθαν πιο κοντά. Μίλησαν για τη ζωή τους πριν βρεθούν στον αγρό το ένα δίπλα στο άλλο. Ο σπόρος είπε στο σποράκι πως οι επιστήμονες κάνανε σημαντικές προσπάθειες μέχρι να δημιουργήσουν την ποικιλία αυτή στην οποία ανήκει. Πως μαζί με αυτό βγήκαν πολλοί άλλοι σπόροι, πως οι άνθρωποι τους βάλανε σε σακούλες ειδικές, τις πουλήσανε στους αγρότες και αυτοί με τη σειρά τους μια μέρα τους ρίξανε όλους μαζί σε μια μεγάλη μηχανή, σπαρτική μηχανή την αποκαλούν οι άνθρωποι και τους πετάξανε στον αγρό.
Στο σποράκι φάνηκαν πολύ παράξενα και πρωτόγνωρα όλα αυτά που άκουγε, καθώς η ζωή του ήταν πιο απλή. Αφηγήθηκε στον σπόρο πως γεννήθηκε μετά τη γονιμοποίηση του άνθους της μαμάς του από τη γύρη του μπαμπά του, με τη βοήθεια μια φίλης τους της μέλισσας. Δεν μεσολάβησαν επιστήμονες, εργοστάσια, μηχανές. Όλη τη ζωή του την πέρασε μέσα στη φύση, παρέα με τα ζώα και τα φυτά.
Τα σποράκια είχαν γίνει πλέον φίλοι. Είχαν μοιραστεί τις αναμνήσεις τους και είχαν προσφέρει το ένα στο άλλο λίγη ζεστασιά. Αυτή η ζεστασιά έκανε τις κοτυληδόνες τους να ξεπροβάλλουν. Τα μικρά φυτάρια δεν άργησαν να ξεπροβάλλουν στο έδαφος. Ο λαμπερός, με άψογο οβάλ σχήμα και υπέροχο ανοιχτό κίτρινο χρώμα σπόρος έδωσε ένα φυτό σιταριού όμοιο με πολλά άλλα στον αγρό. Το μικρό και άσημο σποράκι έδωσε ένα φυτό, από αυτά που οι αγρότες αποκαλούν ζιζάνια. Το φυτό αυτό δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο. Δεν ήταν ούτε μεγάλο ούτε μικρό, ούτε όμορφο ούτε άσχημο, δεν είχε ούτε μεγάλα φύλλα ούτε μακρύ βλαστό. Ήταν όμως ο φίλος του σιταριού. Τα άλλα σιταράκια το κορόιδευαν που δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο. Το σιτάρι όμως ήταν ο φίλος του και έτσι το ζιζάνιο δε στενοχωριόταν, είχε έναν φίλο να του συμπαραστέκεται και να το αγαπάει. Ο καιρός πέρασε και ήρθε η εποχή της ανθοφορίας. Τα μπουμπούκια φούσκωσαν και με τη ζεστασιά μιας ηλιαχτίδας άνοιξαν. Το άνθος του ζιζανίου ήταν μεγάλο και εντυπωσιακό, με ένα υπέροχο κόκκινο χρώμα και πέταλα αέρινα, διάφανα που το έκανε να ξεχωρίζει στον σιταγρό. Το σιτάρι έδωσε το στάχυ του, ίδιο με το στάχυ των άλλων σιταριών.
Ο αγρότης που επισκέπτονταν καθημερινά τον αγρό του, διέκρινε το κόκκινο λουλούδι του ζιζανίου.
-Τι όμορφη παπαρούνα!θαύμασε.
Η κόκκινη παπαρούνα παρέμεινε στον αγρό, με το σιτάρι να στέκει περήφανο δίπλα του. Ο άνεμος κουνούσε τα φύλλα τους και τα δύο φυτά χορεύανε στο ρυθμό του. Ο καιρός πέρασε γρήγορα και τα λουλούδια έδωσαν σπόρους. Ο αέρας τους πήρε  μακριά και τους ταξίδεψε σε άλλα μέρη, μέχρι να βρουν και αυτά το κατάλληλο τόπο για να φυτρώσουν. Η παπαρούνα και το σιτάρι συμβούλεψαν με μια φωνή τα σποράκια τους:
-Σποράκια να ταξιδέψετε σε μέρη μακρινά και να φυτρώσετε εκεί που θα επιλέξετε εσείς, μόνο να φροντίσετε στο μακρινό σας ταξίδι να κάνετε φίλους, φίλους αληθινούς που θα σας αγαπάνε.







Tο μικρό λυκάκι




Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα μικρό λυκάκι
που ζούσε μες το δάσος,
έβλεπε τα ελαφάκια, τα πουλάκια, τα λαγουδάκια
να μιλάνε τα δικά τους τα λογάκια.
Ζήλευε τα ζωάκια που όλα μια παρέα
παίζανε κρυφτό, κυνηγητό.
Το λυκάκι όμως στο παιχνίδι δεν προσκαλούσαν
και έτσι τον στενοχωρούσαν.

Μια μέρα το μικρό λυκάκι τα πλησίασε και στην ομάδα τους θέλησε να μπει
χωρίς να τολμάει να τους το πει.

Το ελαφάκι το κοιτούσε με περιφρόνηση
και το λαγουδάκι χωρίς πολλή φρόνηση
του είπε πως οι λύκοι είναι κακοί
και για αυτό να μην κάθεται εκεί
να τα βλέπει και να ζηλεύει,
γιατί κανένα ζωάκι δεν γυρεύει
τη ζωή του να ριψοκινδυνεύει
με ένα λυκάκι στο πλευρό του
που να θέλει το κακό του.

Έπειτα όλα τα παραμύθια
για τον λύκο γράφουνε τα ίδια,
πως όλους τους τρώει στο πι και φι
και ύστερα γλείφει τη σαντιγί,
από την κοκκινοσκουφίτσα και τα 7 κατσικάκια
μέχρι και τα 3 γουρουνάκια.
Τέτοια γράφουν οι άνθρωποι
και τα παιδάκια φοβερίζουν
πως αν μπροστά τους λύκος βρεθεί
θα τα φάει στη στιγμή
κι έτσι αυτά κάθονται τρομαγμένα
του κακού του λύκου μη γίνουν λεία τα καημένα.

Το μικρό λυκάκι απαρηγόρητο
άρχισε να κλαίει με λυγμό,
και σκέφτονταν με θυμό
πως δεν έκανε ποτέ κακό
σε κανένα ζωάκι φιλικό
και πως άδικα τον κακολογούσαν
και τη φήμη του χαλούσαν,
γιατί όπως όλα τα ζώα έτσι και αυτό
δε θέλει να κάνει σε κανένα κακό.
Απλά πεινάει και διψάει
όπως όλα τα ζώα τη λεία του κυνηγάει.

Την κουκουβάγια κανείς δεν κατηγορεί
που το βράδυ μικρά ζωάκια παρατηρεί,
τον αετό και το γεράκι,
τη βίδρα και το καστοράκι,
το αγριογούρουνο και την αλεπού.
Όλα είναι αγαπητά στον άνθρωπο
και ας κυνηγούνε και αυτά τη λεία τους
από δω και από αλλού.

Έτσι το μικρό λυκάκι αποφάσισε πως
από δω και μπρος
θα έπαιζε μοναχό
για να μη δημιουργεί πανικό
στα υπόλοιπα ζωάκια.

Μια ωραία μέρα πήγε στο δάσος ο κυνηγός,
με το όπλο του κι αυτός,
τα πουλιά να κυνηγήσει
και ένα λαγό για γεύμα να εξασφαλίσει.
Είχε μαζί του και τρία σκυλιά
για να μυρίζουν από μακριά
τα θηράματα τα ζηλευτά.

Το μικρό λυκάκι,
εκεί που κοιμότανε δίπλα στο ρυάκι,
άκουσε το γαύγισμα των σκύλων το γνωστό,
που κίνδυνο σήμαινε για τα ζώα στο λεπτό.
Είδε τον κυνηγό που παραμόνευε
και με την καραμπίνα του σημάδευε
έναν λαγό, που καθώς στα πίσω πόδια του καθόταν,
ένα πράσινο λιβάδι ονειρευόταν.

Χωρίς πολύ να το σκεφτεί
και πριν προλάβει ο κυνηγός να το αντιληφθεί
το λυκάκι το μικρό όρμισε πάνω του στη στιγμή
και ο λαγός το έβαλε στα πόδια τρομαγμένος
και σπίτι του πήγε λαχανιασμένος.
Εκεί διηγήθηκε στα ζωάκια με λυγμό
πώς το λυκάκι τον έσωσε από τον κυνηγό,
καθώς με ένα σάλτο τολμηρό
τον έριξε κάτω από το μηρό.

Τότε τα ζωάκια αναλογιστήκανε
το άδικο που τόσα χρόνια είχανε.

Ο αρχηγός ο κουκουβάγιος
πήρε το λόγο και είπε μετανιωμένος
«θέλω να δηλώσω πικραμένος,
πως λάθος κάναμε για τον λύκο,
όπως όλα τα ζώα έτσι και αυτός
έχει τον ρόλο του στο δάσος
και αν κατηγορήθηκε από τον άνθρωπο
εμείς θα έπρεπε να τον στηρίζουμε και να τον αγαπάμε.
Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί
κακές είναι οι πράξεις μας.
Οι άνθρωποι με είπανε σοφό
και πολύ μου άρεσε αυτό,
καθώς με βόλευε πολύ
να είμαι στα παραμύθια ο επιστήμων,
ο σκεπτικός και ο νοήμων.
Τη σοφία μου δεν προσπάθησα να αξιοποιήσω
και τον λύκο με άλλο μάτι να προσεγγίσω.
Εσύ λαγουδάκι μου μικρό
τρως χορταράκι τρυφερό
κι αν δεν κυνηγάς άλλα ζωάκια για φαγητό
είναι επειδή είσαι ζωάκι χορτοφαγικό.
Για αυτό λοιπόν προτείνω στο σπίτι του λύκου να πάμε
και να του πούμε πόσο πολύ τον αγαπάμε,
δωράκια να του χαρίσουμε
και συγνώμη να του ζητήσουμε
για την άσχημη συμπεριφορά μας
και αγάπη να του δώσουμε από την καρδιά μας».

Έτσι και έγινε λοιπόν,
φίλοι πάλι γίνανε
όλοι μαζί χοροπηδούσαν
και το μικρό λυκάκι από την πολλή χαρά του
τον λαγό είχε όλη μέρα στην αγκαλιά του.
Γίνανε όλα μια παρέα
και η ζωή τους ήταν από τότε πιο ωραία. 

DK