Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα για τον παππού μου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα για τον παππού μου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

Για τον παππού μου, Τα φουρφούρια Το τέλος



Ο παππούς
Κατερίνη, Μάρτιος 2009

Ψάχνω το κόκκινο φουρφούρι, μα δεν το βλέπω πουθενά. Της είχα πει της Μαίρης να μου φέρει το τελευταίο που είχα φτιάξει, πριν με φέρουν σε τούτο το ψυχιατρείο, αλλά δεν θυμάμαι αν τελικά το έφερε. Θέλω να το κρατήσω στα χέρια μου. Ήταν το καλύτερο μου. Ήταν κόκκινο και το πιο γρήγορο από όλα τα φουρφούρια. Όπως τότε που ήμουν μικρός και έτρεχα με ένα κόκκινο φουρφούρι στο χέρι, μαζί με τους φίλους μου δίπλα στον καταρράκτη. Καθόμασταν όλα μαζί τα παιδιά και τα φτιάχναμε από σκληρό χαρτί. Τα χρωματίζαμε μόνοι μας, ζωγραφίζαμε ό,τι παραστάσεις θέλαμε και έτσι όπως στροβίλιζαν, δημιουργούσαν ένα υπέροχο μίγμα χρωμάτων.
Θυμάμαι ένα ξεχωριστό κόκκινο φουρφούρι, το είχα φτιάξει με όλη την τέχνη μου. Είχα την ατυχία όμως να μην προσέξω και έπεσε στο ποτάμι. Έκλαιγα όλη την υπόλοιπη μέρα. Η μητέρα μου με παρηγόρησε, λέγοντας μου πως ακόμη κι αν έπεσε στο ποτάμι, ακόμη και αν καταλήξει στον καταρράκτη, ακόμη κι αν τσακιστεί, θα έχει κάνει το ταξίδι του. Ήμουν όμως μικρός και δεν καταλάβαινα καλά καλά το νόημα των λόγων της. Η σκέψη μου ήταν στο κόκκινο φουρφούρι, που δεν θα έβλεπα ποτέ ξανά. Από εκείνη την ημέρα δεν ξαναέφτιαξα φουρφούρια, παρά μόνο τώρα, που γέρασα. Δηλαδή μέχρι πριν λίγους μήνες, γιατί τον τελευταίο καιρό δεν νιώθω πως έχω πολλές ακόμη μέρες ζωής.
Η Μαίρη, η μικρή μου κόρη, όπως και κανένας άλλος, δεν το γνωρίζει αυτό. Ίσως για αυτό δεν με κατανοούσε, όταν έφτιαχνα πέρυσι με προσήλωση τόσα πολλά φουρφούρια. Ήθελα να γίνω πάλι παιδί. Να κάνω τόσα φουρφούρια, όσα δεν έκανα από τότε που έχασα το καλύτερό μου στο ποτάμι. Έφτιαξα πολλά και ας κουραζόμουν. Άντεχα. Η Μαίρη διαμαρτυρόταν ότι πρέπει να κοιμάμαι, όμως εμένα δεν με ένοιαζε. Εκείνες τις ώρες ήμουν μόνο εγώ, τα φουρφούρια μου, οι παιδικοί μου φίλοι, η Έδεσσα, οι καταρράκτες, η μητέρα μου. Τώρα όλα τα φουρφούρια μου θα είναι τοποθετημένα στο μπαλκόνι της Μαίρης. Θα σβουρίζουν με τον αέρα και η Μαίρη με το Χρήστο θα τα χαζεύουν. Και ο κόσμος που περνάει τα θαυμάζει, μου το είπε μια μέρα η Μαίρη. Κάποιος είπε ότι είναι το μπαλκόνι με τα φουρφούρια. Χαίρομαι για αυτό. Γιατί ακόμη και αν σταματήσω να αναπνέω, αυτά θα στροβιλίζουν.

Ο παππούς γύρισε προς το παράθυρο. Κοίταξε προς τα έξω και είδε τον εαυτό του μικρό να τρέχει δίπλα στο ποτάμι, να πέφτει στο νερό μαζί με το κόκκινο φουρφούρι του. Κάποια στιγμή ένιωσε πιο ανάλαφρος, σαν να έπεφτε με τα νερά του καταρράκτη στο κενό. Αφέθηκε. Τί και αν τσακίζονταν; Είχε κάνει το ταξίδι του. Άφησε την τελευταία του εκπνοή. Και ήταν η εκπνοή αυτή, ίδια με εκείνη που είχε δώσει στο κοκκινο φουρφούρι του λίγο πριν του πέσει στο ποτάμι, τότε που ήταν μικρός. Ένα απαλό φύσημα για να γυρίσουν τα πτερύγιά του.
Τα φουρφούρια στο μπαλκόνι της Μαίρης συνέχιζαν να σβουρίζουν. Ένα μόνο σταμάτησε, εκείνο με τα κόκκινα χρώματα και την πιο μεγάλη ταχύτητα περιστροφής. Σταμάτησε για λίγο, είπε "αντίο" στον παππού και μετά ξεκίνησε να σβουρίζει και πάλι.


Αυτό είναι το τέλος της ιστορίας του παππού μου. Βέβαια δεν ολοκληρώθηκε, έγραψα μόνο την αρχή και το τέλος. Ενδιάμεσα υπάρχουν πολλά γεγονότα, πόλεμος, εμφύλιος, εξορία και οικογενειακή ζωή που δεν έχουν καταγραφεί. Ελπίζω να τα καταγράψω και να ολοκληρώσω την ιστορία της ζωής του. Και όλα αυτά ξεκίνησαν από την απέραντη αγάπη που έχω για τον παππού και τη γιαγιά μου, που μπορεί να μην είναι στη ζωή, αλλά υπάρχουν μέσα σε όλους εμάς που τους αγαπήσαμε. 

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

Για τον παππού μου (οι λεμονί κορδέλες)

Ο παππούς
Κατερίνη, 2009

Κοιτάζω εκείνο το κουτί με τα γλυκά…είναι τυλιγμένο με μια όμορφη λεμονί κορδέλα…λεμονί κορδέλα…σαν εκείνη που είχα χαρίσει στη Νίκα για τις πλεξούδες της…





Έδεσσα 1926
Την επομένη αγόρασε κίτρινη κορδέλα, από ένα μικρό μαγαζάκι πίσω από το τζαμί, την έκοψε σε δύο ίσα κομμάτια, τα τύλιξε ρολό και τα έκρυψε στην τσέπη του παντελονιού του. Μόλις σχόλασε, πέρασε πρώτα από το εργοστάσιο που δούλευε η μητέρα του, όπως συνήθιζε κάθε μέρα και συνέχισε. Πήρε τον κατήφορο και βγήκε στο δρόμο για το σπίτι της Δομνίκας. Την περίμενε να γυρίσει σπίτι της. Δεν άργησε να φανεί. Ήταν το ίδιο όμορφη, όπως εκείνο το πρωινό στο ποτάμι. Μόλις τον αντίκρισε στη γωνία του δρόμου, πάλι γούρλωσε τα μάτια της και κατέβασε το πρόσωπό της. Δεν ήθελε να δείξει την ντροπή της. Ο Τάσος πρότεινε το χέρι του μπροστά της.
-Σου πήρα αυτές τις λεμονί κορδέλες για τις πλεξούδες σου, της είπε, χωρίς να διστάσει καθόλου.
Η Δομνίκα, τον κοίταξε με απορία. Τα δευτερόλεπτα κύλησαν τόσο αργά, λες και ήταν ώρες ολάκερες. Με δισταγμό πήρε τις κορδέλες από τη χούφτα του Τάσου. Τα χέρια τους αγγίχτηκαν. Ο Τάσος ένιωσε υπέροχα, η Δομνίκα ένιωσε αμηχανία. Πήρε τις κορδέλες και τις έκρυψε στο πουγκί της. Είπε δειλά ένα «ευχαριστώ» και προχώρησε. Ο Τάσος δε σταμάτησε να την κοιτάζει, μέχρι που έστριψε στην άλλη γωνία. Δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Ήξερε όμως ότι το έκανε από ντροπή. Αυτό που είχε τώρα στο νου του ήταν να δει τη Δομνίκα να φοράει τις κορδέλες στα μαλλιά της.
Την άλλη μέρα η Δομνίκα, καταχαρούμενη με το δώρο του Τάσου -τον είχε αναγνωρίσει, ήταν ο θετός γιος της θείας της- πήγε στη γιαγιά της. Θα της έλεγε ότι τις κορδέλες τις αγόρασε από το μαγαζάκι με λεφτά που μάζευε εδώ και καιρό, αλλά μόνο άμα τη ρωτούσε.
-Γιαγιά θέλω να μου κάνεις δύο πλεξούδες και να μου βάλεις φιόγκο αυτές τις κορδέλες…
-Ωραίες λεμονί κορδέλες Δομνίκα μου…Πάνω κορίτσι, κάτω μαλλιά…πάνω κορίτσι κάτω μαλλιά…δεν σχολίασε τίποτα περισσότερο η γιαγιά της, ήταν και αυτή κάποτε κοπελίτσα και ήξερε…
Η γιαγιά αγαπούσε πολύ την εγγονή της. Από τότε που πέθανε η μητέρα της Δομνίκας, η κόρη της η Πελαγία, την είχε αδυναμία. Την έπαιζε, τη φρόντιζε, την κοίμιζε. Πονούσε για το θάνατο της κόρης της, πονούσε και για το μοναδικό κοριτσάκι που άφησε πίσω της. Η Δομνίκα, ένιωθε έντονη ανασφάλεια από τότε που είχε χάσει τη μητέρα της και είχε προσκολληθεί στη γιαγιά της. Εκείνη ήταν το καταφύγιό της. Ο πατέρας της ήταν απόμακρος. Ουσιαστικά δεν μπορούσε να αναθρέψει μόνος του τη μικρή και αντιλαμβανόμενος την αδυναμία του, την άφηνε να πηγαίνει στη γιαγιά της. Έτσι περνούσε ώρες πολλές μαζί της. Της άρεσε να της διηγείται παραμύθια. Της άρεσε να της χαϊδεύει τα μαλλιά της. Κάθε άγγιγμα της γιαγιάς της, κάθε παραμύθι την έφερνε πιο κοντά στη μητέρα της που δεν είχε προλάβει να γνωρίσει, στη μητέρα της που φαντάζονταν το πρόσωπό της….




DK

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

Για τον παππού μου (Δομνίκα ή Νίκα)


Ο παππούς
Κατερίνη, 2009

Πως κατάντησα έτσι; Εκείνο το δένδρο που βλέπω εκεί μακριά, ναι είναι μία βελανιδιά. Τι μου θυμίζει... ένα και μόνο δένδρο μπορεί να σου φέρει τόσες θύμισες!
Ήταν εκείνη η βελανιδιά στην άκρη του ποταμού. Μια βελανιδιά μεγάλη, επιβλητική. Εκεί συνήθιζα να πηγαίνω όταν ήθελα να απομονωθώ. Πολλές φορές είχα μαζί μου ένα σουγιά και έδινα σχήματα στις φλούδες που έκοβα από τους κορμούς των δένδρων. Μια μέρα είχα πάει στο αγαπημένο μου δένδρο, ήμουν γύρω στα δέκα πέντε. Ήταν μια περίοδος που ήθελα να απομονώνομαι, να διαβάζω, να γράφω. Άρχιζα να βλέπω τις γυναίκες διαφορετικά, καταλάβαινα ότι κάτι μου συνέβαινε. Και εκείνο το πρωινό είχα δει τη Δομνίκα….

Δομνίκα ή Νίκα
Έδεσσα, 1926

Ένα απόγεμα ανοιξιάτικο, Μάιος ήταν, ο Τάσος κάθονταν κάτω από το αγαπημένο του δένδρο και ζωγράφιζε. Μια μικρή κοπέλα, πιο μικρή από αυτόν, πέρασε από εκεί μπροστά και πέταξε ένα εργόχειρο στο νερό. Ήταν έθιμο εκείνη την εποχή τα κορίτσια να πετάνε το πρώτο τους εργόχειρο στο ποτάμι, ώστε τα επόμενα που θα έκαναν να ήταν καλύτερα. Η κοπέλα δεν είχε αντιληφθεί τον Τάσο που κάθονταν κάτω από το δένδρο. Καθώς παρατηρούσε το εργόχειρό της, που το παράσερνε η ροή του ποταμού, ο Τάσος παρατηρούσε την κοπέλα. Είχε όμορφα, ξανθά μαλλιά πλεγμένα σε δύο πλεξούδες που ακουμπούσαν στην πλάτη της. Φορούσε ένα λεμονί φορεματάκι, μακρύ μέχρι τους αστράγαλους. Σηκώνοντας το λίγο για να μη βραχεί, ο Τάσος είδε τις γάμπες της, κατάλευκες και τα σοσονάκια της ξεπρόβαλλαν με τη μικρή δαντελίτσα. Όταν γύρισε να φύγει είδε το πρόσωπό της. Έμοιαζε με τις ηθοποιούς του βωβού κινηματογράφου... Τον κοίταξε και γούρλωσε τα μάτια της...αισθάνθηκε ντροπή που ήταν εκεί κοντά και την κοιτούσε. Χαμήλωσε το βλέμμα της και έφυγε με μικρά και γρήγορα βήματα. Ο Τάσος συνέχιζε να την κοιτάζει καθώς απομακρύνονταν. Ήταν μικρή, όμως τόσο χαριτωμένη και όμορφη.
Από εκείνo το απόγευμα τη σκεφτόταν συνέχεια. Του είχε αφήσει μια όμορφη αίσθηση μέσα του. Θα της χάριζε κίτρινες κορδέλες για τα ξανθά μαλλιά της. Αν θα έβρισκε το θάρρος θα ακουμπούσε φευγαλέα και το χέρι της. Ήξερε πού να την βρει…ήταν η ανιψιά της θετής του μητέρας, της Μαμαλένης…την είχε αναγνωρίσει...ίσως να τον είχε αναγνωρίσει και η Δομνίκα…έτσι την έλεγαν…


DK 

Για τον παππού μου....(η μητέρα)


Ο παππούς
Κατερίνη, 2009

Μόλις ξύπνησα. Ακούω θορύβους πολλούς, φωνές ανθρώπων. Προσπαθώ να καταλάβω πού βρίσκομαι. Μου είναι δύσκολο να καταλάβω. Φωνάζω «Μαίρη» και η Μαίρη δεν έρχεται. Μα τι μου συμβαίνει δεν ξέρω. Βλέπω τα χέρια μου και μου φαίνονται τόσο γερασμένα. Ακουμπάω με τα δάχτυλα μου το πρόσωπο μου και αισθάνομαι τις ρυτίδες μου. Είμαι 98 χρονών.
Έρχεται μία κυρία με άσπρη ρόμπα να με ταΐσει. Κάποια μου θυμίζει αλλά δε μπορώ να θυμηθώ. Έχει όμορφα, μακριά, καστανά μαλλιά, λίγο σπαστά στην άκρη, πρόσωπο καθαρό, λευκό και μάτια γλυκά. Με κοιτάει και μου τείνει το χέρι με το κουτάλι. Μου χαμογελάει και το χαμόγελό της φωτίζει το πρόσωπό της. Ναι θυμήθηκα, θυμήθηκα ποια μου θυμίζει….

Η μητέρα μου
Έδεσσα, 1918

-Παιδιά, ελάτε έκανα τραχανά, ελάτε να σας πλύνω λίγο τα χέρια. Ο τραχανάς θα κρυώσει.
Ο Γρηγόρης, ο μεγάλος γιος, πρώτος αφήνει το παιχνίδι στο ποτάμι. O Τάσος θέλει να παίξει και άλλο με τις πέτρες, αλλά η μαμά του φωνάζει. Δε θέλει να τη στενοχωρεί. Από τότε που πέθανε ο μπαμπάς τους, τη βλέπει κάθε βράδυ να κλαίει. Ξέρει πως δυσκολεύεται. Ποτέ όμως δε της χαλάει χατίρι. Ο Γρηγόρης, ως μεγαλύτερος αδελφός του, προσπαθεί να τη βοηθήσει στα οικονομικά του σπιτιού. Πηγαίνει στο παζάρι κάθε Σάββατο και πουλάει εργόχειρα της. Ο Τάσος, το δεύτερο παιδί, ανεβαίνει στο καμπαναριό και σκοτώνει νυχτερίδες. Το κοκαλάκι τους είναι τόσο πολύτιμο, που με τα χρήματα που κερδίζει αγοράζει τα βιβλία για το σχολείο. Του αρέσει το διάβασμα. Πηγαίνει στο γειτονικό βιβλιοπωλείο και δανείζεται βιβλία. Νιώθει το βλέμμα της να τον παρακολουθεί όσο διαβάζει και αισθάνεται τον έντονο προβληματισμό της. Ξέρει ότι θα ήθελε να συνεχίσει το σχολείο, να συνεχίσει και στο γυμνάσιο όταν μεγαλώσει, αλλά δεν ξέρει αν θα τα καταφέρει λόγω της φτώχεια της.
Μια μέρα εκεί που διάβαζε, πήγε κοντά του.
-Τασούλη μου, σου αρέσει το διάβασμα, έτσι δεν είναι; του είπε χαϊδεύοντας τα μαλλιά του.
-Nαι μαμά, μου αρέσει θα ήθελα όταν μεγαλώσω να γίνω επιστήμονας. Να γίνω μηχανικός να χτίζω σπίτια, να χτίσω και για εσένα μαμά ένα ωραίο σπίτι, να μένουμε όλοι μαζί.
Η μαμά του γύρισε στο παράθυρο και κοίταξε έξω. Ο Τασούλης της ήξερε ότι θα το ήθελε πολύ και αυτή, αλλά η ζωή τους ήταν τόσο δύσκολη….
-Θα σπουδάσεις παιδί μου, του είπε και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της.
Το παιδί της δεν ήξερε τι σκεφτόταν εκείνη την ώρα και δάκρυσε και αυτό, δεν άργησε όμως να καταλάβει…

Εκείνο τον καιρό πήγαινε στο σπίτι τους επίσκεψη ένα ζευγάρι που δεν είχε παιδιά. Όποτε ρωτούσε τη μαμά του πώς και έρχεται η κυρία Ελένη και ο κύριος Νίκος στο σπίτι τους και τους φέρνουν κάθε φορά καραμέλες, η μαμά του απέφευγε να του απαντήσει. Όλο του έλεγε ότι το ζευγάρι ήταν πολύ καλοί άνθρωποι, ότι τον συμπαθούν και τον ξεχωρίζουν από τα αδέλφιά του και ότι δεν έχουν δικά τους παιδιά. Δε μπορούσε όμως να καταλάβει τίποτα περισσότερο.
Μια μέρα η μαμά του πήγε στην όχθη του ποταμού μαζί με τον Τάσο. Έριξε ένα φυλλαράκι στην άκρη και του είπε:
-Κοίτα Τάσο το φυλλαράκι. Από το δένδρο ξεκίνησε και έπεσε εδώ κοντά μας, εγώ το έριξα στο νερό και τώρα θα ταξιδέψει. Θα περάσει από μέρη πολλά, θα χτυπηθεί με τα βράχια, θα κυλάει ήρεμα, θα πέσει από τον καταρράκτη. Και αν προσέχει θα φτάσει μέχρι τη θάλασσα και εκεί μπορεί να ταξιδέψει και άλλο. Και θα γνωρίσει ακόμη περισσότερα μέρη. Έτσι και εμείς οι άνθρωποι. Γεννιόμαστε, μεγαλώνουμε αλλά κάποια στιγμή κάποιος μπορεί να μας βοηθήσει να βγούμε από τις δυσκολίες της ζωής και να μας δώσει εφόδια να ταξιδέψουμε στη ζωή μας. Να κάνουμε πράγματα διαφορετικά.
-Εγώ μαμά θέλω να ταξιδέψουμε μαζί, να σε προσέχω.
-Αγόρι μου γλυκό, είσαι μικρός και τόσο έξυπνος. Πόσο θα ήθελα να μπορούσα να σε βοηθήσω να ταξιδέψεις.
Και μετά συνέχισε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και αφήνοντας ένα αναστεναγμό….
-Ο κύριος Νίκος Καλός, που έρχεται στο σπίτι μας, είναι δάσκαλος. Είναι πολύ καλός άνθρωπος και δεν μπόρεσε να αποκτήσει παιδιά με την κυρία Ελένη.
Τον κοίταξε στα μάτια και σταμάτησε να μιλάει. Δε μπορούσε να συνεχίσει. Και δε χρειάζονταν άλλωστε. Ο μικρός Τάσος είχε αρχίσει να καταλαβαίνει. Πολλοί γονείς εκείνη την εποχή έδιναν τα παιδιά τους για υιοθεσία σε οικογένειες εύπορες, για να μπορέσουν τα παιδιά τους να έχουν ένα καλύτερο μέλλον. Και μάλλον η μαμά του κάτι τέτοιο σκέφτονταν για αυτόν, συλλογίστηκε.
Κούρνιασε στην αγκαλιά της. Η μυρωδιά της τον πλημμύρισε, η ανάσα της τον ζέστανε. Ήταν στην αγκαλιά της μαμάς του και εκεί ήθελε να είναι πάντα. Δεν ήθελε να την αποχωριστεί. Για κανέναν λόγο, ακόμη και αν ήταν για το καλό του, όπως λένε οι περισσότεροι γονείς. Το μπαμπά του δεν τον θυμόταν, είχε πεθάνει όταν ήταν πολύ μικρός. Για αυτόν όλος ο κόσμος ήταν η μαμά του. Αυτή τον φρόντιζε, αυτή τον κοίμιζε, αυτή τον έπλενε, αυτή τον χάιδευε.
Δε χρειάστηκε να του πει τίποτα άλλο. Τα είχε καταλάβει όλα. Ο κύριος Καλός και η κυρία Καλού ήθελαν να τον υιοθετήσουν. Ο κύριος Καλός ήταν δάσκαλος, άρα η μόρφωσή μου εξασφαλισμένη. Όσο και αν δεν το ήθελε να το αποδεχτει, ήξερε ότι έπρεπε να το κάνει γιατί έτσι θα έδειχνε την αγάπη του προς τη μαμά του. Δε θα της έφερνε αντίρρηση, θα δεχόταν ότι θα του έλεγε εκείνη. Όσο και αν τον πονούσε, θα το έκανε για εκείνη.
Σηκώθηκε, τη φίλησε και έτρεξε πίσω στο σπίτι. Ήθελα να κλάψει, ήθελε να τρέξει μακριά να κρυφτεί, αλλά δεν έκανε τίποτα από όλα αυτά. Έκατσε στην κουζίνα και έφαγε την παπάρα του για βραδινό. Η μαμά του ήρθε και αυτή στο σπίτι. Ο Τάσος  παρατηρούσε το περπάτημά της. Ήταν τόσο αργό, φαινόταν τόσο αφηρημένη. Την πλησίασε και της είπε:
-Μαμά θα κάνω ότι αποφασίσεις. Αν χρειαστεί να μένω με τον κύριο Νίκο και την κυρία Ελένη θα το κάνω, θα έρχομαι όμως κάθε μέρα να σε βλέπω. Θα περνάω από το εργοστάσιο και θα σου φέρνω ένα αγριολούλουδο. Και εσύ μόνο το φιλί που θα μου δίνεις θα μου αρκεί.
Την άλλη μέρα, μόλις η μαμά του γύρισε από το εργοστάσιο, του ανακοίνωσε πως την ερχόμενη Κυριακή θα έρχονταν ο Κύριος Καλός και η κυρία Καλού. Είχαν ετοιμάσει τα χαρτιά. Θα έρχονταν να τον πάρουν.
Η Κυριακή δεν άργησε να έρθει. Φόρεσε τα καλά του ρούχα και όλοι μαζί, η μαμά του, ο Γρηγόρης και ο μικρότερος αδελφός του, ο Γιώργος, περιμένανε τους επισκέπτες. Το κουδούνι χτύπησε και ο ήχος τάραξε τον μικρό Τάσο. Ο κύριος Νίκος και η κυρία Ελένη εμφανίστηκαν με το άνοιγμα της πόρτας. Φορούσαν τα καλά τους ρούχα, τα κυριακάτικα, όπως τα λέγανε τότε. Ένα μαύρο κοστούμι, με άσπρες ρίγες ο κύριος Καλός και ένα σοβαρό, σκούρο μπλε φόρεμα η κύρια Ελένη. Χαιρέτησαν τα παιδιά, τους έδωσαν από μία μικρή σοκολάτα και ένα μικρό κουτί με γλυκά στη μαμά τους.
-Σήμερα είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος κυρία Μούσα, είπε ο κύριος Νίκος. Ο Τάσος θα μας κάνει ευτυχισμένους μετά από τόσα χρόνια που προσπαθούσαμε να κάνουμε παιδί και δεν τα καταφέραμε.
-Ο Τάσος φαίνεται τόσο αξιόλογο παιδί, θα το αγαπάμε περισσότερο και από δικό μας, συμπλήρωσε η κυρία Ελένη και τον κοίταξε με αληθινή στοργή. Με τη στοργή μιας γυναίκας που δεν απέκτησε παιδιά και που τόσο θα ήθελε να έχει στην αγκαλιά της ένα παιδάκι.
Η μαμά του το μόνο που κατάφερε να πει, εκείνο το κρύο απόγευμα του Δεκεμβρίου, ήταν:
-Κύριε Καλέ, σας δίνω το καλύτερο παιδί μου…. και ποτάμια τα δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της.
Τίποτα άλλο δε μπόρεσε να πει. Μόνο αυτή τη φράση. Και τον κοιτούσε συνέχεια. Το βλέμμα της ήταν συνέχεια πάνω του. Ο Τάσος κάρφωσε τα μάτια πάνω της. Δεν μπόρεσε ποτέ να ξεχάσει τα μάτια της, όπως τον κοιτούσαν λέγοντας «το κάνω για σένα παιδί μου και ας πονάω, για να συνεχίσεις το σχολείο που τόσο σου αρέσει, για να μη σου λείψει τίποτα». Ο Τάσος δε μίλησε καθόλου, πήρε το πουγκί του με τα λιγοστά ρούχα του και τους ακολούθησε. Φίλησε τα αδέλφια και τη μαμά του. Την αγκάλιασε σφιχτά και γρήγορα πέρασε το κατώφλι του σπιτιού του. Έξω χιόνιζε. Γύρισε μόνο και είδε τη μαμά του που τον κοιτούσε παγωμένη, της έδειξε μία χιονονιφάδα που έπεσε στη χούφτα μου και της είπε:
-Κοίτα μαμά αν την κρατήσω στα χέρια μου θα ζεσταθεί και θα λιώσει, πρέπει να τη φυσήξω να φύγει μακριά να συνεχίσει το ταξίδι της και πρέπει να το κάνω γρήγορα. Φύσηξε με μιας και η χιονονιφάδα έφυγε. Χόρευε μέσα στο σκοτάδι μαζί με άλλες χιλιάδες χιονονιφάδες, μέχρι να πέσει πάνω σε άλλες χιονονιφάδες στρωμένες στο έδαφος. Τίποτα άλλο δεν της είπε εκείνο το βράδυ του Δεκέμβρη….


Η κυρία με την άσπρη ρόμπα φεύγει. Κάθομαι στο κρεβάτι και κοιτάζω έξω. Χιονίζει. Θέλω να βγω έξω να τρέξω στα χωράφια αλλά μου είναι δύσκολο να κινήσω ακόμη και λίγο τα πόδια μου. Οι χιονονιφάδες χορεύουν τρελό χορό με τον αέρα…όπως τότε που έφευγα για πάντα από το πατρικό μου… Κύριε Καλέ, σας δίνω το καλύτερο παιδί μου…




DK