Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012

Η σκιά

Είχε ήλιο και σκέφτηκε να κάνει μία βόλτα, να περπατήσει. Τώρα τελευταία είχε κλειστεί αρκετά στο σπίτι της. Είχε αποκοπεί από όλους τους φίλους της. Κατά έναν παράξενο λόγο δεν ήθελε να επικοινωνεί με κανέναν. Δεν είχε παράπονο από κανέναν τους. Αντίθετα μάλιστα. Μέχρι πρόσφατα περνούσε ώρες ατελείωτες μαζί τους. Κάτι όμως άλλαξε μέσα της και ξαφνικά δεν ήθελε καμία συναναστροφή. Έτσι όπως περπατούσε άκουσε μια φωνή να φωνάζει το όνομά της και γύρισε απότομα το κεφάλι της. Ο δρόμος ήταν άδειος, κανείς δεν κυκλοφορούσε.
Τότε από πού ακούγονταν η φωνή; αναρωτήθηκε. Γύρισε ξανά το κεφάλι της μπροστά και συνέχισε να περπατάει. Ξανά η ίδια φωνή συνέχισε να φωνάζει το όνομά της. Γύρισε πάλι και δεν είδε κανέναν. Μόνο τη σκιά του σώματός της είδε. Συνέχισε να περπατάει και η ίδια φωνή τώρα δεν άρθρωνε μόνο το όνομά της. Της έλεγε πως θα μπορούσε να είναι η καλύτερη παρέα για αυτήν, πως θα της ήταν πιστή σύντροφος, πως θα την ακολουθούσε παντού. Στην αρχή δίστασε να της απαντήσει. Νόμιζε ότι τρελάθηκε, ότι είχε παραισθήσεις, αλλά η σκιά της τη διαβεβαίωνε πως ήταν αληθινή, πως υπήρχε, πως δεν έπρεπε να ανησυχεί. Εφησυχασμένη από τη σκιά της συνέχισε το περπάτημα. Η σκιά της έκανε παρέα, της μιλούσε, της ψιθύριζε. Ένιωσε πως με τη σκιά της ένιωθε πιο άνετα. Την εμπιστεύτηκε. Οι άνθρωποι την άγχωναν. Η σκιά την ηρεμούσε.
Κάποια στιγμή έφτασε στο σπίτι της. Άναψε αμέσως τα φώτα για να την ακολουθήσει η σκιά της. Πήγε στην τουαλέτα πλύθηκε, πήγε στην κουζίνα έφαγε, έκατσε στον καναπέ πάντα με την σκιά από πίσω της. Δεν έσβηνε ποτέ τα φώτα. Το σκοτάδι θα εξαφάνιζε την σκιά της και δεν ήθελε να τη χάσει. Είχε αρχίσει να συνηθίζει την παρουσία της. Όχι μόνο να τη συνηθίζει αλλά να την απαιτεί στη ζωή της. O καιρός περνούσε και η κατάστασή της χειροτέρευε. Είχε απομονωθεί παντελώς. Για αυτήν ήταν μόνο η σκιά της.
Κόντευε Πρωτοχρονιά. Δεν τίθονταν θέμα. Θα περνούσε την Παραμονή στο σπίτι της με τη σκιά της. Είχε προσαρμόσει το φωτισμό στην τραπεζαρία έτσι ώστε η σκιά της να έπεφτε ακριβώς απέναντί της. Έτρωγε αυτή, έτρωγε και η σκιά της. Μιλούσε η μία, μιλούσε η άλλη. Ανταλλάξανε και δώρα. Αυτή της πήρε λαμπτήρες και η σκιά της πήρε ένα βιβλίο για την τεχνική του φωτισμού. Ένιωθε όμορφα με τη σκιά της εκείνο το βράδυ. Πιο όμορφα από κάθε άλλη Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Η βραδιά κυλούσε όμορφα όταν ξαφνικά……τα φώτα έσβησαν λόγω διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος.  Η σκιά της εξαφανίστηκε. Τη φώναζε στο σκοτάδι, την αναζητούσε αλλά μάταια. Ένιωσε ένα τεράστιο κενό μέσα της, μια μεγάλη απογοήτευση. Και το κενό έγινε χάος και η απογοήτευση τρόμος. Συνέχισε να στέκει στην καρέκλα της παγωμένη μη μπορώντας να κάνει την παραμικρή κίνηση.
Έβαλε τα χέρια της στις τσέπες της και ψηλάφησε έναν αναπτήρα μαζί με το πακέτο τα τσιγάρα της. Τον άρπαξε και τον κράτησε σφιχτά στη φούχτα της μη της πέσει. Το κηροπήγιο ήταν ακριβώς μπροστά της, πάνω στην τραπεζαρία. Άναψε βιαστικά το κερί. Την είχε πιάσει αγωνία να επαναφέρει τη σκιά της, την πολυτιμότερη παρέα της. Η σκιά της εμφανίστηκε αμέσως μπροστά της. Η όψη της ήταν κάπως απειλητική, τη φόβιζε. Ήταν πιο μεγάλη, κάπως παραμορφωτική. Ακόμη και η φωνή της σκιάς ήταν διαφορετική. Ήταν πιο βαριά, πιο δυνατή. Την άκουγε που της μιλούσε και την τρόμαζε. Τι είχε αλλάξει στη σκιά της, αναρωτιόταν. Δεν μπορούσε να εξηγήσει τι της συνέβαινε. Ήταν κάτι ακαριαίο που της συνέβη, κάτι που δεν μπορούσε να ορίσει. Δεν ήθελε να ακούει τίποτα από αυτήν. Η σκιά της που μέχρι πριν λίγα δευτερόλεπτα της κρατούσε την καλύτερη συντροφιά, τώρα τη φόβιζε. Προσπάθησε να σβήσει το κερί. Η ταραχή της ήταν μεγάλη. Δεν ήθελε πλέον τη συντροφιά της. Η σκιά αντιλήφθηκε την κίνηση της και προσπάθησε να την αποτρέψει. Έπαιρνε διάφορες μορφές απειλητικές, φώναζε, τσίριζε προσπαθούσε να την πείσει ότι αν σβήσει το κερί θα τη χάσει για πάντα. Αισθάνθηκε μια ψευδαίσθηση αγγίγματος πάνω της. Δεν άντεχε άλλο.  Έκανε μια δυνατή εκπνοή και φύσηξε το κερί. Το σκοτάδι κυριάρχησε πάλι στο σπίτι, μόνο η μυρωδιά της κάπνιας του κεριού που έσβηνε είχε απομείνει.
Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την έξοδο του σπιτιού. Δεν πήρε ούτε πανωφόρι, ούτε κλειδιά. Δεν την ένοιαζε τίποτα. Ήθελε να ξεχυθεί στο σκοτεινό δρόμο, μαζί με το πλήθος που είχε πλημμυρίσει τους δρόμους, τραγουδώντας και πίνοντας. Έφτασε δώδεκα τα μεσάνυχτα. Είχε μπει ο καινούργιος χρόνος. Ο κόσμος αγκαλιάζονταν και φιλιόνταν. Φίλησε τον πρώτο άνθρωπο που βρήκε μπροστά της και ένιωσε ανθρώπινη ζεστασιά. Η σκιά της είχε χαθεί για πάντα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου