Σάββατο 11 Αυγούστου 2012

Η κόκκινη γραβάτα

Ήρθε η ώρα να ντυθεί. Κλείστηκε στο δωμάτιό του αφήνοντας πίσω του τους καλεσμένους να συνομιλούν φλύαρα. Το βλέμμα του καρφώθηκε πάνω στο κοστούμι, όπως έστεκε κρεμασμένο με επιμέλεια στο πόμολο της ντουλάπας. Τα παπούτσια του ήταν λουστραρισμένα, κατακαίνουργια περίμεναν και αυτά τη σειρά τους να φορεθούν. Η γραβάτα ήταν αφημένη πάνω στην καρέκλα, διπλωμένη χαλαρά σε θηλειά και αφημένη ανάποδα. Η εικόνα θύμιζε κάτι άλλο που δεν του άρεσε στην σκέψη, γι' αυτό και γύρισε το βλέμμα του στο κοστούμι. Είχε ένα βαθύ μαύρο χρώμα όπως όλα τα κλασσικά γαμπριάτικα κοστούμια. Το συγκεκριμένο όμως του άρεσε ιδιαίτερα. Είχε κάτι το διαφορετικό, που μόνο αυτός μπορούσε να το προσδιορίσει. Έβγαλε το άσπρο πουκάμισο από την κρεμάστρα και το φόρεσε με αργές κινήσεις. Φόρεσε το παντελόνι και τακτοποίησε το πουκάμισο από μέσα. Ήρθε η στιγμή της γραβάτας. Δε θα την έβαζε μόνος του. Η μητέρα του περίμενε έξω από το δωμάτιο του γιου της. Η πόρτα άνοιξε και ένα χαμόγελο άστραψε στο πρόσωπό της. Χαμόγελο και συγκίνηση. Το ίδιο αισθάνονταν και ο ίδιος. Όταν αντίκρυσε τη μητέρα του θυμήθηκε τότε που ήταν μικρός και τον έντυνε για το σχολείο. Αυτή θυμήθηκε τα βαφτίσια του. Τότε που στην εκκλησία τον έντυνε με τα βαφτιστικά του ρούχα και του έβαζε μια μικρή, κόκκινη γραβάτα. Τον καμάρωνε τότε και εύχονταν κάποια στιγμή να τον δει γαμπρό. Μετά από τόσα χρόνια ήρθε η στιγμή να τον καμαρώσει και να του δέσει τη γαμπριάτικη γραβάτα. Έσκυψε για να του την περάσει στο λαιμό και άρχισε να του τη σφίγγει. Τον κοιτούσε στα μάτια και προσπαθούσε να μαντέψει τί σκέφτονταν. Τον ήθελε ευτυχισμένο στο γάμο του. Διαισθάνονταν ότι ήταν κάπως ανήσυχος τον τελευταίο καιρό, απέδιδε όμως την ανησυχία στην προετοιμασία του γάμου. Ήξερε πως η έμφυτη αισιοδοξία του θα του επιφύλασσε ένα όμορφο μέλλον. 
Την κοιτούσε και αυτός στα μάτια. Διαισθάνονταν και αυτός από την πλευρά του μια εσωτερική ανησυχία της μητέρας του. Πάντα την συναισθάνονταν όταν η σκέψη της ήταν ανήσυχη για αυτόν. Είχαν μια ιδιαίτερη σχέση από τότε που ήταν μικρός. Μια σχέση τρυφερότητας και αγάπης όπου δεν έπνιγε ο ένας τον άλλον. Ήθελε να την καθησυχάσει και της το έδειξε με ένα φιλί στο μάγουλο και μια ζεστή αγκαλιά. Αγκαλιάστηκαν αρκετή ώρα. Ένιωθε η μητέρα την ανάσα του γιου της και αυτός απολάμβανε τη ζεστασιά της αγκαλιάς της. Όταν απομακρύνθηκαν τα σώματά τους έσφιξε τη γραβάτα και τακτοποίησε το γιακά από το πουκάμισο. Του φόρεσε το σακάκι από το κοστούμι. Αυτός έσκυψε και φόρεσε τα παπούτσια. Είχε ντυθεί γαμπρός. Η μητέρα του άνοιξε την πόρτα και βγήκαν μαζί έξω από την κάμαρα. 
Οι καλεσμένοι σταμάτησαν ξαφνικά τις ομιλίες και γύρισαν όλοι μαζί προς το μέρος του. Τον χειροκρότησαν αυθόρμητα θαυμάζοντας την ομορφιά του. Τους χάριζε απλόχερα το χαμόγελό του. Ένα χαμόγελο που έκρυβε το σφίξιμο της γραβάτας. Τον έσφιγγε στο λαιμό, μην αφήνοντάς τον να αναπνεύει με ευκολία. Δεν τον ενοχλούσε όμως γιατί ήταν σφιχτά δεμένη, κάτι άλλο τον ενοχλούσε, κάτι πιο εσωτερικό. Γύρισε στη μητέρα του και την κοίταξε φευγαλέα. Δεν ήθελε να καταλάβει τίποτα. Της χαμογέλασε τρυφερά σαν να της έλεγε "είναι λίγο σφιχτή, αλλά δεν πειράζει το αντέχω" και μετά κοίταξε μπροστά του αφηρημένα, αγωνιώντας για την ώρα που θα συναντούσε τη μέλλουσα γυναίκα του. Η εικόνα της κόκκινης γραβάτας αφημένη ανάποδα στην καρέκλα του έρχονταν στο μυαλό. Η σκέψη διαλύθηκε γρήγορα από τον κόσμο που τον πλαισίωνε. Όλοι του εύχονταν να ευτυχήσει. Το ίδιο εύχονταν και αυτός στον εαυτό του, με την αίσθηση της κόκκινης γραβάτας να τον ενοχλεί στο λαιμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου