Πέμπτη 8 Μαρτίου 2012

Ο βασιλιάς και ο χρόνος


Ήταν μια φορά ένας βασιλιάς που ζούσε σε ένα βασίλειο μέσα στα δάση. Είχε τους υπηρέτες του, τους ιπποκόμους, τους μάγειρες, τους γελωτοποιούς. Τα είχε όλα δηλαδή, μόνο που περνούσε ο χρόνος και δεν του καλάρεσε αυτό. Γιατί δεν προλάβαινε να δοκιμάζει τα υπέροχα φαγητά των μάγειρων, που κάθε μέρα εμπνέονταν και κάτι πιο νόστιμο. Οι ιπποκόμοι του γυάλιζαν το τρίχωμα των αλόγων και τα κάνανε πιο ελκυστικά και όμορφα, με τον βασιλιά να θέλει να τρέχει στα δάση όλη μέρα. Οι υπηρέτες του έραβαν όλο και πιο ωραίες φορεσιές και ανησυχούσε ότι θα γερνούσε και δε θα προλάβαινε να τις φορέσει όλες. Οι γελωτοποιοί του έλεγαν τόσα πολλά αστεία, που γελούσε όλη μέρα και δεν του έφτανε, ήθελε να γελάει και τη νύχτα, όμως τον έπιαναν τα χασμουρητά και τον έπαιρνε ο ύπνος, με το χαμόγελο στα χείλη.
Τέτοια πράματα έκανε ο βασιλιάς όλη μέρα και δεν του έφτανε ο χρόνος. Έτσι κάποια στιγμή, αφού το σκέφτηκε αρκετά στο μυαλό του, το πήρε απόφαση. Θα διέταζε τους κυνηγούς του να σταματήσουν το κυνήγι του φασιανού και να κυνηγήσουν το χρόνο. Έπρεπε οπωσδήποτε να τον πιάσουν, να τον φέρουν μπροστά του, να απολογηθεί για τη συμπεριφορά του, που τρέχει συνεχώς και στο τέλος αν δεν άλλαζε τακτική, θα τον φυλάκιζε.
Αυτά ακριβώς είπε στους κυνηγούς του και αυτοί κοιτιόντουσαν στα μάτια.
-Μεγαλειότατε αν, λέω αν δεν καταφέρουμε να πιάσουμε το χρόνο τότε μήπως να σας φέρναμε μια πέρδικα; Θα γίνονταν υπέροχο στιφάδο….είπε ο πιο έμπειρος κυνηγός.
-Δεν έχει αν, δε θέλω να ακούω για αν…θέλω να μου φέρετε το χρόνο ζωντανό εδώ…απάντησε βροντόφωνα ο βασιλιάς και ρούφηξε απολαυστικά την υπέροχη αγριομανιταρόσουπα.
-Όπως επιθυμείτε Μεγαλειότατε, θα σας τον φέρουμε ζωντανό. Ξεκινάμε αύριο κιόλας.
Αυτά ειπώθηκαν και την άλλη μέρα, μη γνωρίζοντας κατά πού να ψάξουν το χρόνο, οι κυνηγοί ξεκίνησαν το μάταιο κυνήγι τους. Όλοι γνώριζαν ότι ο βασιλιάς από την πολύ την καλοπέραση είχε παράλογες απαιτήσεις, αλλά κανένας δεν τολμούσε να του το πει. Δίσταζαν, παρά το ότι ξέρανε ότι κατά βάθος ο βασιλιάς τους ήτανε καλόκαρδος και το πολύ πολύ να τους κάκιωνε για μια βδομάδα.
Οι μέρες κυλούσαν και ο βασιλιάς περίμενε, βγαίνοντας στα μπαλκόνια του τελευταίου ορόφου του πύργου του, για να βλέπει μακριά. Έκοβε βόλτες πέρα δώθε, αλλά τίποτα. Οι προμήθειες στην αποθήκη άρχισαν να στερεύουν, οι φασιανοί, οι πέρδικες και τα αγριογούρουνα, τα άγρια μανιτάρια και τα φρούτα του δάσους. Όλα αυτά εννοείται ότι τα έφερναν οι κυνηγοί, οι οποίοι τώρα έπρεπε να κυνηγάνε το χρόνο.
Τα άλογα είχαν αρχίσει να χλιμιντρίζουν ασταμάτητα, γιατί οι κυνηγοί δεν τα πήραν μαζί τους και τους είχαν συνηθίσει ως καβαλάρηδες. Ο βασιλιάς δεν μπορούσε ούτε καν να τα πλησιάσει, πόσο μάλλον να πάει βόλτα στο δάσος, καβάλα σε ένα από αυτά. Οι μάγειροι μαγείρευαν μόνο πατάτες φούρνου λεμονάτες, ρύζι αρωματικό με μέντα και στις τούρτες δεν είχαν να βάλουν σος φρούτων του δάσους, οπότε περιορίζονταν σε σκέτη σαντιγί, βαλμένη με σχέδια για να τις ομορφύνουν.
Τέλος οι γελωτοποιοί έπεσαν και αυτοί σε μελαγχολία. Τι να του έλεγαν του βασιλιά, που το μόνο που έκανε ήταν να κοιτάζει το ρολόι του και να περιφέρεται πάνω κάτω, δεξιά αριστερά. Όποιο αστείο και αν του έλεγαν, αυτός ίσα που κουνούσε τα χείλη του και ατένιζε με το βλέμμα του μακριά.
Τα χρόνια περνούσαν και η κατάσταση χειροτέρεψε πολύ, μα πάρα πολύ. Ούτε χοροί, ούτε γεύματα. Ο άλλοτε γεμάτος ζωή πύργος και ο άλλοτε γεμάτος χαρά βασιλιάς είχαν γίνει γκρίζα. Γκρίζοι οι τοίχοι, γκρίζο και το πρόσωπό του. Το μάθανε οι κυνηγοί από τους αγγελιοφόρους, που λυπόντουσαν τον βασιλιά και το προσωπικό για την κατάντιά τους. Τους είπαν ότι πρέπει να επιστρέψουν οπωσδήποτε πίσω. Στο κάτω κάτω της γραφής ας παρίστανε ένας από αυτούς το χρόνο. Είχαν περάσει τόσα χρόνια από τότε που είχαν φύγει, που πολλοί από αυτούς είχαν γίνει αγνώριστοι από τα γεράματα. Το ίδιο και ο βασιλιάς βέβαια. Είχε γεράσει και αυτός, δε θα μπορούσε άλλωστε να εξαιρεθεί από τον κανόνα.
Οι κυνηγοί, μετά από ένα μεγάλο ταξίδι επιστροφής, έφτασαν κατάκοποι στον πύργο. Ο βασιλιάς είδε από μακριά τους κυνηγούς καβάλα στα άλογα, με τα βέλη στην πλάτη και ένα άλογο που το καβαλούσε ένας γέροντας.
-Αυτός θα είναι ο χρόνος, συλλογίστηκε και ένα χαμόγελο χαράς διαγράφτηκε στα χείλη του.
Έφτασαν οι κυνηγοί, δώσανε στους μάγειρες πέντε φασιανούς, δέκα πέρδικες και ένα ζαρκάδι, μαζί με μια χούφτα φρούτα του δάσους και συνάντησαν αμέσως τον ανυπόμονο βασιλιά.
-Σου φέραμε το χρόνο, του είπαν. Δυσκολευτήκαμε αρκετά να τον βρούμε, αλλά τα καταφέραμε.
Η συνεννόηση μεταξύ τους είχε γίνει, δεν χρειάστηκε να κλείσει ο ένας το μάτι του άλλου.
-Ώστε εσύ είσαι ο χρόνος, είπε ο βασιλιάς.
-Ναι βασιλιά μου, τώρα που σε βρήκα θα σταματήσω το χρόνο. Δε θα γεράσεις άλλο.
-Άργησες όμως χρόνε μου, πέρασαν τόσα χρόνια περιμένοντας και γέρασα.
-Γιατί με περίμενες βασιλιά; έτσι από περιέργεια ρωτάω, μη με παρεξηγείς.
-Ήθελα να είμαι πάντα νέος να απολαμβάνω τη ζωή, απάντησε ο βασιλιάς.
 Μόλις τότε είχε αντιληφθεί ότι έχασε πολύτιμο χρόνο περιμένοντας. Θα μπορούσε να απολαύσει τη ζωή του διαφορετικά. Με τους κυνηγούς του να του φέρνουν θηράματα ζηλευτά, με τους μάγειρες να ανακατεύουν τσουκάλια, με υπηρέτες να ράβουν φορεσιές, που θα τις επιδείκνυε στους χορούς του πύργου, με γελωτοποιούς που θα κοιτούσε στα μάτια και θα γελούσε με την ψυχή του.
Μετάνιωσε. Αλλά ήταν αργά. Έπειτα τι να τον έκανε το χρόνο αφού και αυτός γέρος ήταν. Να τον φυλάκιζε και να τον βασάνιζε; Δεν θα άλλαζε τίποτα. Τότε θυμήθηκε τον κυνηγό που δεν επέστρεψε. Είχαν φύγει δέκα κυνηγοί και επέστρεψαν εννέα και ο χρόνος.
-Τι απέγινε ο δέκατος κυνηγός; ρώτησε το χρόνο.
-Γέρασε και δεν είχε δυνάμεις να ταξιδέψει. Αν, λέω αν ήταν πιο καλά θα επέστρεφε, ήθελε πολύ να σας δει ξανά, απάντησε ο χρόνος.
Ο χρόνος γέλασε και το γέλιο του καθώς και εκείνο το "αν" κάτι πήγε να θυμίσει στο βασιλιά. Όπως είχε γεράσει όμως και το μυαλό του δεν έκανε τις καλύτερες λειτουργίες του, δεν κατάλαβε ποιος ήταν ο χρόνος. Δεν πειράζει όμως. Έτσι είναι στα παραμύθια. Δε χρειάζεται να αποκαλύπτονται όλα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου