Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

Ένα βρέφος αφηγείται


Η αλήθεια είναι πως είναι μεγάλο ζόρι να βγεις από αυτή τη στενή οδό, αλλά άξιζε τον κόπο. Έτσι θέλω να ελπίζω τουλάχιστον. Είναι δρόμος χωρίς γυρισμό. Σφίχτηκα και εγώ, σφίχτηκε και η μάνα μου, έκανα τις κινήσεις μου χωρίς να εκπαιδευτώ ποτέ και κατάφερα να ξεπροβάλλω το πάνω μέρος του κεφαλιού μου. Χωρίς να το πάρω χαμπάρι, γλιστράω και παρολίγο να πέσω. Ας είναι καλά όμως εκείνος ο άνθρωπος που με πρόλαβε και με κρέμασε ανάποδα. Κάτι λέει της μαμάς μου, αλλά δεν καταλαβαίνω τίποτα. Δεν κρατάει και πολύ η κρεμάλα και με αρπάζει μια κυρία. Δεν τη βλέπω, ακούω όμως τη φωνή της, άγνωστη μου φαίνεται. Με τυλίγει, με σκουπίζει, κάτι μου κάνει στην κοιλιά με την κορδελίτσα, που τόσο καιρό έπαιζα μαζί της. Και επιτέλους, ναι! Με αφήνουν στην αγκαλιά της μαμάς μου.
Το καταλαβαίνω ότι είναι αυτή, δεν χρειάζονται συστάσεις. Είναι η μαμά μου. Ακούω τη φωνή της. Με χαϊδεύει στο κεφαλάκι και ακουμπάει τα χείλη της πάνω στο κούτελό μου. Κάτι μου λέει, αλλά εγώ πάλι δεν καταλαβαίνω. Την άκουγα και από την κοιλιά, αλλά υπόκωφα. Τώρα η φωνή της είναι πιο καθάρια. Αλλά δεν καταλαβαίνω τί λέει. Είναι ζεστή η αγκαλιά της, όπως ακριβώς το φανταζόμουν τους τελευταίους μήνες στην κοιλιά της. Είχα κάνει τις πρόβες μου για αυτή τη στιγμή. Ήθελα να απολαύσω κάθε δευτερόλεπτο. Κουνάω τη μυτούλα μου για να μυρίσω τη μυρωδιά της. Και πριν καλά καλά προλάβω να καταγράψω στον εγκέφαλό μου τις νότες της μυρωδιάς της, με παίρνουν πάλι δύο χέρια και με βάζουν ξαπλωτό σε ένα μικρό συρόμενο πράμα.
Με πηγαίνουν μαζί με άλλα βρέφη. Τα ακούω, άλλα κλαψουρίζουν και άλλα κλαίνε. Τί να κάνω και εγώ, βάζω τα κλάματα. Γιατί με πήραν από την αγκαλιά της μαμάς μου; Πώς να τους εξηγήσω ότι τόσο καιρό αυτό περίμενα. Αυτή δεν με θέλει; Γιατί τους επέτρεψε να με πάρουν από την αγκαλιά της; Με πιάνει το παράπονο και κλαίω. Ίσως με το κλάμα να ενδώσουν και να με επιστρέψουν εκεί, στη ζεστή αγκαλιά μου, εκεί όπου ανήκω. Το κόλπο δεν πιάνει. Φαίνεται έχουν καταλάβει ότι όλα τα βρέφη έτσι κάνουμε, οπότε σταματάω το κλάμα και κοιμάμαι. Είμαι εξάλλου ακόμα πολύ μικρός και κουράζομαι εύκολα.
Μόλις ξυπνάω αδημονώ να με πάνε στη μαμά μου. Επιτέλους με πηγαίνουν. Αυτή τη φορά μας αφήνουν περισσότερο μαζί. Η μαμά μου μου δίνει να ακουμπήσω το στόμα μου στο στήθος της. Εγώ αρχίζω και το πιπιλίζω με μανία. Και για αυτό δεν εκπαιδεύτηκα. Σε λίγο μου έρχονται κάτι πεντανόστιμες σταγονίτσες από ένα υπέροχο υγρό. Αυτό το υγρό πίνω τώρα κάθε φορά που με πάνε στη ζεστή αγκαλιά της. Το άλλο, αυτό που μου δίνουν οι άλλες γυναίκες, με αυτό το απαίσιο πλαστικό υλικό που μου χώνουν στο στόμα, δεν μου αρέσει καθόλου. Εγώ θέλω το ζεστό και γλυκό υγρό από το στήθος της μαμάς μου.
Η μαμά μου κάθε φορά που τελειώνουμε τα ταΐσματα μου τραγουδάει. Ένα τραγούδι έμαθε από έξω, το «αχ κουνελάκι» και δε σταματάει να μου το ψιθυρίζει. Τι να κάνω και εγώ το άκουσα μία φορά ευχαριστήθηκα, το άκουσα δύο το χάρηκα, αλλά όταν κατάλαβα ότι τίποτε άλλο δεν ήξερε παρά αυτό, επαναστάτησα. Λαγός δε θα γίνω που να το θες μαμά και αρχίζω να τσιρίζω. Η καημένη τρόμαξε και σταμάτησε το τραγούδι. Την στεναχώρησα νομίζω, δεν πειράζει όμως. Έτσι είναι άλλωστε. Η μάνα και το παιδί έχουν τις κόντρες τους.
Την άλλη φορά ήθελε να μου χαϊδέψει την κοιλιά. Με χάιδευε, με χάιδευε και εγώ τσίριζα, τσίριζα. Αλλά δεν έφταιγε αυτή. Την συγχώρεσα. Ήταν η πεταλούδα που μου είχαν βάλει αυτές οι κυρίες στην κοιλίτσα μου και η μάνα μου δεν το ήξερε. Πού να το ξέρει άλλωστε; Με είδε ποτέ γυμνό; Όλο οι ξένες κυρίες με περιποιούνταν. Οι μάνα μου ποτέ. Ευτυχώς πάτησε το κουμπί για τις έκτακτες ανάγκες και ήρθε μια καλή κυρία. Η μαμά μου της είπε ότι τσιρίζω και δεν καταλαβαίνει τι έχω. Η καλή κυρία της εξήγησε πως σε εκείνο το σημείο που με χάιδευε δε θα μπορούσα παρά να πονάω. Τη λυπήθηκα. Ήμουν το πρώτο της παιδί και δεν ήξερε. Έπεσαν κάτι ζεστές, υγρές σταγόνες στο μάγουλό μου. Ήταν από τα μάτια της, δεν τρώγονταν. Μόνο ένιωθα την αγάπη που μου είχε με τις σταγόνες αυτές.
Και κάτι ακόμα μην το ξεχάσω. Την άλλη μέρα αποφάσισε να με δει γυμνό. Έβγαλε το κορμάκι που φορούσα και απόλαυσε το θέαμα. Γιατί ήμουν απολαυστικό και όμορφο μωρό. Έτσι τουλάχιστον μου έδωσε να καταλάβω. Όλο έλεγε τη λέξη «κούκλος», δεν ξέρω τι σημαίνει, θέλω να πιστεύω ότι είναι καλή λέξη. Αυτό όμως που με έκανε να γελάσω είναι όταν είδε τα μπουτάκια μου. Μάλλον τρόμαξε, γιατί ήταν όλο ζάρες. Ήμουν αδυνατούλης και δεν είχα πολύ κρεατάκι. Της είπα από μέσα μου «μην ανησυχείς μαμά, θα πίνω το ζεστό, γλυκό υγρό του στήθους σου και θα θρέψω». Σαν να το διαισθάνθηκε, δεν ξέρω, γιατί παρά το ότι μου τα χάιδεψε για λίγο και γρήγορα γρήγορα με ξαναέντυσε, το χάδι στα μπουτάκια μου αυτό μου έδωσε να καταλάβω. Ότι θα μου έδινε το ζεστό, γλυκό υγρό του στήθους της και θα γινόμουν ένα στρουμπουλό μωρό, όλο δίπλες στα άσπρα μου μπουτάκια. 


την αφήγησή μου η μαμά μου την αφιερώνει σε εμένα, το πρώτο της παιδί. Είμαι σίγουρος ότι η αδελφή μου θα ζηλέψει, αλλά είμαι το ίδιο σίγουρος ότι κάτι θα αφηγηθεί και η μικρή μου αδελφή και θα της το αφιερώσει η μαμά...δε θέλει να μας αδικεί.... εξάλλου γεννήθηκα πρώτος και το δικαιούμαι...
             

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου