Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

Ένα ακόμη βρέφος αφηγείται


Είχα κάνει λίγη προπόνηση πριν βγω, γιατί η αλήθεια είναι ότι τόσο καιρό εκεί μέσα, ζουληγμένη και ζορισμένη, είχα μουδιάσει και έπρεπε να είμαι σε φόρμα όταν θα ερχόταν η κατάλληλη στιγμή. Η στιγμή…ομολογώ πως είχα ταλαιπωρήσει τους γονείς μου, γιατί ο γιατρός είχε πει ότι θα γεννιόμουν την προηγούμενη εβδομάδα. Έτσι, μέσα στο άγχος και την αγωνία, πήραν τη βαλίτσα και ξεκίνησαν Σαββατιάτικα για τη Θεσσαλονίκη. Πόνοι και συσπάσεις δεν ήρθαν, εμένα εξάλλου δεν με ρώτησαν αν συμφωνώ να βγω στον έξω κόσμο και έτσι κατέληξαν να τρώνε βραδιάτικα με τους θείους μου. Το βράδυ κύλησε ήρεμα, με είχε πιάσει και εμένα τεμπελιά, οπότε γύρισαν πίσω την άλλη μέρα άπρακτοι, με τη βαλίτσα στο χέρι. 
Μετά από μια εβδομάδα, ξεκίνησαν με ραντεβού αυτή τη φορά, να προκαλέσουν την ηρωική μου έξοδο. Εκείνη τη φορά δεν τους χάλασα χατήρι. Βγήκα και μάλιστα σαν κλασσική σκανδαλιάρα που είμαι, έκανα τον μπαμπά μου να ξεχάσει την κάμερα.
Πρώτα πρόβαλλαν τα μαύρα μου μαλλιά, χωρίς κανένας να το πάρει χαμπάρι. Ο κύριος που με κράτησε πρώτος στα χέρια του, ίσα που πρόλαβε να βάλει τη ρόμπα του. Μόλις βγήκα, ακούστηκε από το στόμα του ένα «ωχ» και η αλήθεια είναι ότι παρεξηγήθηκα λιγάκι. Μετά κατάλαβα ότι δεν αναφέρονταν σε εμένα το «ωχ», αλλά στην αιμορραγία που είχε η μαμά μου. Βέβαια εμένα και τη μάνα μου δεν μας ένοιαζε καθόλου το «ωχ», η μαμά μου δεν το πήρε καν χαμπάρι. Ήταν τόσο χαρούμενη που με είχε στην αγκαλιά της και δεν έδωσε καθόλου σημασία, μετά το επεξεργάστηκε ο πολύπλοκος εγκέφαλός της.
Με χάζευε και εγώ γλυκαινόμουν με τα χάδια της, ως κλασσική χαδιάρα. Ήταν υπέροχα που βρισκόμουν στην αγκαλιά της! Τώρα είχε και εμένα, όχι μόνο τον μεγάλο μου αδελφό, που όποτε τον έπαιρνε αγκαλιά την κλωτσούσε στην κοιλιά για να ζηλέψω. Άκουσα που είπε «πήρε τη μύτη μου», δεν κατάλαβα τί εννοούσε, ήλπιζα μόνο να είναι ωραία η μύτη της. Καθόμασταν έτσι, αγκαλιά, μαμά και κόρη, μέχρι που μια κυρία θέλησε να μας χωρίσει και να με πάρει από τη ζεστή της αγκαλιά. Δεν μου πολυάρεσε, αλλά έπρεπε να ελέγξουν την επιπλοκή στην υστεροτοκία. Έκανα υπομονή όλη τη μέρα και όλο το βράδυ. Δεν την είδα παρά μόνο την άλλη μέρα το πρωί. Ευτυχώς όλα πήγαν καλά και ήμουν πάλι κοντά της.
Αυτή τη φορά απόλαυσα και το πρώτο μου γεύμα. Ήταν αυτό το πολύτιμο, γευστικότατο υγρό από το στήθος της, που με έκανε να γλείφομαι κάθε φορά που έτρεχε στα χείλη μου. Τρελαινόμουν να της κάνω παιχνίδια, κλείνοντας τα ματάκια μου και κάνοντας πως κοιμάμαι. Βέβαια η μαμά μου, ήταν ψιλιασμένη από το παιχνίδι αυτό των νεογνών. Αλλά όσο και αν ήξερε ότι εμείς τα νεογνά το κάνουμε επίτηδες, από λαχτάρα να βρισκόμαστε συνέχεια στην αγκαλιά των μανάδων μας, δεν με άφηνε από τα χέρια της. Πιπιλούσα ώρες ολόκληρες το στήθος της. Μέχρι και πληγή της έκανα της καημένης. Αλλά τη μαμά μου δεν την ένοιαζε. Αρκεί εγώ να έπινα το πεντανόστιμο υγρό της.
Την επομένη που πήγα νηστική να φάω και να χαϊδευτώ, προς μεγάλη μου απογοήτευση δεν έτρεχε τίποτα από το στήθος της. Αλλά τί να την κάνω. Ήθελε να υποστηρίξει την επιστήμη, μιας και η ίδια ήξερε από τέτοια και έδωσε το λατρεμένο μου φαγητό, 10 ανεκτίμητα ml, σε μια κυρία που έκανε έρευνα για το «πρωτόγαλα». Έτσι το είπε η μαμά μου, περισσότερα δεν ξέρω. Μακάρι μόνο να έδειξε κάτι η έρευνα, γιατί ακόμη θυμάμαι πόσο μου έλλειψε, εκείνη την ημέρα, το «πρωτόγαλα» μου.
Όταν με είχε στο δωμάτιό της, εγώ άκουγα τη φωνή της. Μιλούσε για μένα στο τηλέφωνο. Έλεγε διάφορα ακαταλαβίστικα, αλλά είχα διαίσθηση πως αυτά που έλεγε ήταν για μένα. Γιατί η φωνή της γλύκαινε όταν άκουγα να λέει τη λέξη «μπεμπούλα» και την ίδια λέξη έλεγε όταν με είχε αγκαλιά. Εγώ έγερνα το κεφαλάκι μου, όλο ευχαρίστηση, προς την πλευρά που είχε τη φωτογραφία του αδελφού μου, στο προσκέφαλό μου. Δεν μπορούσα να διακρίνω καλά, αλλά το αλογάκι που καβαλούσε στη φωτογραφία θα το διεκδικούσα.
Την άλλη μέρα τα χαράματα, αφού είχα αναστατώσει, όλο το βράδυ, όλους τους συνομήλικούς μου και τις κυρίες με κλάματα, με πήγαν στην αγκαλιά της μαμάς μου. Εγώ πέτυχα αυτό που ήθελα. Να βυθιστώ στα χάδια της. Έκλαιγα συνεχώς μέχρι που τις κούρασα. Μόνο για τους συνομήλικούς μου στεναχωρήθηκα, αλλά δεν είχα άλλη επιλογή. Έτσι ήμουν άλλωστε. Πεισματάρα.
Αυτό που δεν θα ξεχάσω, πάντως, είναι πως την ημέρα που ήταν να φύγουμε, η μαμά μου με έντυσε με ένα υπέροχο ροζ φορμάκι. Το είχε αγοράσει για εκείνη την ημέρα και ήταν τόσο όμορφο! Έλαμπα μέσα σε αυτό και η μαμά μου καμάρωνε. Είχε μια κούκλα κόρη που είχε πάρει τη χαριτωμένη της μύτη. Φύγαμε άρον άρον, γιατί ο αδελφός μου ήθελε τη μαμά μου, αλλά και γιατί η μαμά μου ανησυχούσε μη χαλάσει το ανσανσέρ και ανεβεί πέντε ορόφους με τα πόδια. Για έναν παράξενο λόγο, όταν γυρνούσε από το μαιευτήριο, και στον αδελφό μου και σε εμένα, το ανσανσέρ χαλούσε, και πέντε όροφοι όταν είσαι λεχώνα δεν είναι και εύκολη υπόθεση να ανεβείς.  Εγώ όμως ήμουν γουρλού. Γιατί μόλις φτάσαμε στο σπίτι, το ανσανσέρ είχε κάνει το τελευταίο του δρομολόγιο και μετά χάλασε.

Την αφήγησή μου η μαμά μου την αφιερώνει σε μένα. Μπορεί να γεννήθηκε πρώτος ο αδελφός μου, αλλά δεν θα άφηνα πολύ χρόνο μέχρι να αφηγηθώ και εγώ τις πρώτες στιγμές της ζωής μου μαζί της….εξάλλου η μαμά μας μας αγαπάει το ίδιο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου