Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Το καρουζέλ


Δεν ήξερε γιατί, αλλά τη φόβιζε. Ίσως ήταν που γυρνούσε με εκείνη την αργή κίνηση, με εκείνες τις μικρές στάσεις για να ανεβοκατεβαίνουν τα παιδιά, ίσως τα πρόσωπα των ψεύτικων αλόγων, που ήταν ακίνητα και ανέκφραστα, ίσως η επαναλαμβανόμενη μουσική, που ηχούσε άκομψα στα αυτιά, ίσως τα πολύχρωμα στολίδια ψηλά και η ξεχωριστή του κορυφή …πολλά ίσως. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει ποιο από αυτά τα ίσως την έκαναν να φοβάται το καρουζέλ. Αυτό που ήξερε πάντως ήταν ότι της δημιουργούσε φόβο που εξελισσόταν πάντα σε πανικό.
Δεν το ομολόγησε ποτέ σε σε κανέναν, γιατί ήξερε πως σε όλους το καρουζέλ αποτελούσε την καλύτερη θύμηση των παιδικών χρόνων. Για τους περισσότερους δε, αποτελούσε ξεχωριστό σύμβολο γιορτής και ξεγνοιασιάς. Έτσι, το μόνο που έκανε ήταν να συμφωνεί, όταν τύχαινε να μιλάνε οι φίλοι της για αυτό. Συμφωνία όμως που συνοδεύονταν από ένα τρέμουλο στο χέρι, μια αμηχανία στη στάση της, ένα υπόκωφο ψιθύρισμα στο αυτί.
Εκείνη την ημέρα ήταν μεγάλη γιορτή για την πόλη της και ο κόσμος είχε μαζευτεί στο πάρκο. Το καρουζέλ είχε στηθεί και γύριζε με τη συνηθισμένη αργόστροφη κίνησή του. Κάποια παιδάκια είχαν ήδη ανέβει στα αλογάκια, άλλα κοιτούσαν ανυπομονώντας να έρθει η σειρά τους.
Μην έχοντας τίποτα άλλο να κάνει εκείνη την ημέρα, βρέθηκε να περιτριγυρίζει στο πάρκο, όταν άκουσε τον ενοχλητικό, για τα δικά της αυτιά, ήχο του καρουζέλ. Δεν ήθελε να πλησιάσει. Παρασύρθηκε από τους επισκέπτες. Κατέληξε να στέκεται λίγα μέτρα μακριά. Της φαινόταν το ίδιο μεγάλο, όπως τότε, που ήταν μικρή. Συνήθως μεγαλώνοντας τα πάντα αποκτούν στα μάτια των ενηλίκων μικρότερη διάσταση, ωστόσο το καρουζέλ φάνταζε ακόμα πιο γιγάντιο στα δικά της μάτια. Η μουσική ακούγονταν πιο έντονα, τα χρώματα φάνταζαν πιο φανταχτερά, το γέλιο των παιδιών το ένιωθε πιο επιτηδευμένο, τα πρόσωπα των αλόγων κοιτούσαν πιο παγωμένα.
Ένιωθε ότι θέλει να φύγει μακριά, αλλά της ήταν αδύνατο να δραπετεύσει με τόσους ανθρώπους τριγύρω, ένας ανθρώπινος κλοιός που της απαγόρευε να τρέξει. Κοιτούσε το καρουζέλ. Κοιτούσε τα παιδάκια. Το βλέμμα της σταμάτησε σε ένα κοριτσάκι. Τα μαλλιά του, το γέλιο του, το πρόσωπό του, της θύμιζαν κάτι πολύ οικείο. Έτσι ήταν η ίδια παιδί. Έτσι γελούσε πάνω στο άλογο πριν πάρα πολλά χρόνια. Συνέχιζε να παρατηρεί το κοριτσάκι όπως εμφανίζονταν σε κάθε γύρο του καρουζέλ. Στον πρώτο γύρο γελούσε, στον επόμενο τα μάτια του είχαν αρχίσει να ψάχνουν κάποιον, στον επόμενο το κοριτσάκι φαινόταν να μην απολαμβάνει το καρουζέλ, στον επόμενο τα μάτια του ήταν φοβισμένα, στον επόμενο γύρο τα μάτια του είχαν καρφωθεί σε έναν κύριο, που έστεκε παραπέρα. Το κοριτσάκι είχε παγώσει στη θέση του και δεν κουνιόταν καθόλου. Στον τέλος το καρουζέλ σταμάτησε.
Όλα τα παιδάκια κατέβηκαν βιαστικά να αγκαλιάσουν τους γονείς τους. Το κοριτσάκι δεν κατέβηκε. Κάθονταν στο άλογο μέχρι που το πλησίασε ο κύριος. Της χάιδεψε τα μαλλιά και την πλάτη της. Το κοριτσάκι έκανε μια κίνηση αποστροφής, φέρνοντας το σώμα του πιο μακριά από το χέρι του κυρίου. Ο κύριος την κατέβασε από το άλογο και της κράτησε το χέρι. Το κοριτσάκι είχε το βλέμμα του καρφωμένο στο πουθενά· τα πόδια του τα έσερνε βαριά. Ο κύριος κάτι της είπε στο αυτί, με τα χείλη του να ακουμπάνε στο λαιμό του. Το κοριτσάκι δε γέλασε· έδειξε να ταράζεται ακόμη περισσότερο. Το χέρι του κυρίου την χάιδεψε στην πλάτη και λίγο πιο χαμηλά. Το κοριτσάκι έσκυψε το κεφάλι του. Ο κύριος συνέχιζε να τη χαϊδεύει στα μαλλιά, στο λαιμό, στην πλάτη. Απομακρύνθηκαν.
Γύρισε και κοίταξε ξανά τον κόσμο στο πάρκο. Ο ήχος του καρουζέλ, οι ομιλίες των ανθρώπων, γέλια και φωνές, όλα αντηχούσαν μέσα στο μυαλό της. Ο φόβος προσπάθησε να την κυριεύσει. Αυτήν τη φορά, χωρίς να καταλάβει το πώς, κατάφερε να αντισταθεί. Γλιστρώντας ανάμεσα σε ξένα σώματα, βημάτιζε τώρα μακριά. Ένιωθε ένα χάδι στο λαιμό της, στην πλάτη της, ένα ψιθύρισμα υγρό στο αυτί της. Ο ήχος γινόταν έντονος στα αυτιά της. Εκείνο το απεχθές άγγιγμα ακόμη αισθητό στο κορμί της. Η αίσθηση της άηχης διείσδυσης μέσα της πάγωνε το κορμί της. Μόνο μια κραυγή είχε βγάλει τότε. Κραυγή που την έπνιξε εκείνος και παρέμενε ακόμη πνιγμένη μέσα της. Άνοιξε το στόμα της ακούσια, τα χνώτα της άτμισαν. Κράτησε το στόμα ανοιχτό και πήρε μια ανάσα. Στην εκπνοή η κραυγή έλυσε τον κόμπο στο λαιμό, πήρε τον πόνο της και τον διέχυσε στην ατμόσφαιρα. Κανένας δεν την άκουσε. Μόνο αυτή. 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου