Κυριακή 29 Απριλίου 2012

ο μικρός Ζαχαροπλάστης


Φορούσε τον σκούφο του, την άσπρη ρόμπα που είχαν ράψει ειδικά για αυτόν και κάθε μέρα, όταν άλλα παιδάκια πήγαιναν στον παιδικό σταθμό ή έπαιζαν στις αλάνες, αυτός χάνονταν στο εργαστήριο ζαχαροπλαστικής του πατέρα του. Ήταν ευκαιρία για αυτόν να βρίσκεται κοντά στον αγαπημένο πατέρα του, που η δουλειά του τον ανάγκαζε να μένει αρκετές ώρες στο εργαστήριο και να μην έχει χρόνο και κουράγιο να παίξει μαζί του. Ανάμεσα στα σακιά με τα αλεύρια, τη ζάχαρη, τα δοχεία με τα φρουί γλασέ και τη σοκολάτα κουβερτούρα, παρατηρούσε τα πάντα. Ενθουσιάζονταν όταν η κρέμα γάλακτος, από το πολύ χτύπημα με τη ζάχαρη άχνη, γίνονταν κάτασπρη σαντιγί και με κάθε ευκαιρία έβαζε το δαχτυλάκι του να δοκιμάσει τη γλυκιά, γαλακτώδη γεύση της. Χαίρονταν τόσο πολύ που δεν ήθελε να τον φωνάζουν με το όνομά του, το όνομα ενός μυθικού ήρωα που έκανε πολλούς άθλους.
-Με λένε Ζαχαροπλάστη, απαντούσε σε όσους τον ρωτούσαν.
Με το παιδικό μυαλό του, νόμιζε πως το καινούργιο του όνομά προέρχονταν από έναν μυθικό πλάστη, που ήταν από ζάχαρη και με αυτόν γίνονταν τα πιο μαγικά γλυκά. 
Μια μέρα λοιπόν, ο μικρός Ζαχαροπλάστης, με τον ξύλινο πλάστη στο χέρι, αποφάσισε πως ήταν αρκετά μεγάλος και έμπειρος για να κάνει το δικό του γλυκό. Πήρε μπισκοτάκια, τα αράδιασε σε ένα ταψάκι ρηχό, κατά λάθος του έπεσε λίγο γάλα και τα μπισκοτάκια μουλιάσανε ελαφρά και από πάνω άπλωσε, με ιδιαίτερη προσοχή, πραλίνα φουντουκιού. Με το κορνέ διακόσμησε το γλυκό του με σαντιγί και στο τέλος έβαλε ένα μικρό κερασάκι στο κέντρο. Με όλο το θάρρος που είχε, έβαλε το ταψάκι στο ψυγείο βιτρίνα, χωρίς κανείς να αντιληφθεί τις κινήσεις του.
Την επομένη, που ήταν μεγάλη εθνική γιορτή, κόσμος πολύς επισκέφτηκε το ζαχαροπλαστείο μετά την παρέλαση. Παιδιά, γονείς, στρατιωτικοί, όλοι περίμεναν να φάνε το γλυκό τους. Άλλοι παραγγείλανε προφιτερόλ, άλλοι πάστα σοκολατίνα, άλλοι πάστα παπουτσάκι και άλλοι από το γλυκό του μικρού Ζαχαροπλάστη, που δεν ήξεραν πώς να το ονομάσουν. Ο μικρός Ζαχαροπλάστης φορούσε τα καλά του και σερβίριζε τα γλυκά. Κάποια στιγμή τον κάλεσε ένας κύριος με στρατιωτικά ρούχα και παρά το δέος που του προκαλούσαν τα ρούχα του και το πηλίκιό του, ο μικρός Ζαχαροπλάστης του πρότεινε να δοκιμάσει το γλυκό του.
-Φέρε μου λοιπόν μικρούλη το γλυκό σου να το δοκιμάσω. Μόνο να μου βάλεις το κομμάτι με το κερασάκι. Και να ξέρεις, αν θα μου αρέσει θα σου δώσω το πηλίκιό μου να το φορέσεις για λίγο.
Τρέχει λοιπόν όλο χαρά ο μικρούλης, κόβει το κομμάτι με το κερασάκι και σερβίρει το γλυκό στον κύριο. Ο στρατιωτικός, κουρασμένος από την υπερένταση της παρέλασης, απόλαυσε το γλυκό του και δροσίστηκε από το νερό που το συνόδευε. Έβγαλε το πηλίκιό του και το φόρεσε στον μικρό Ζαχαροπλάστη. Ο μικρούλης του έσκασε το πιο πλατύ του χαμόγελο.
Ένα κλικ ακούστηκε ξαφνικά. Ο φωτογράφος της παρέλασης αποθανάτισε το χαμόγελό του. Ο κόσμος μέσα στο ζαχαροπλαστείο τον θαύμασε. Ήταν πολύ χαριτωμένος με το πηλίκιο του και καμάρωνε όλο περηφάνια. Ο πατέρας του τον πήρε αγκαλιά.
-Είσαι ο πιο μεγάλος ζαχαροπλάστης Ζαχαροπλαστένιε μου, το γλυκό σου έγινε σήμερα ανάρπαστο. Ξέρεις πώς θα το ονομάσουμε; πάστα πηλίκιο.
Ο μικρούλης απολάμβανε την αγκαλιά του πατέρα του. Τα ματάκια του ήταν καρφωμένα στο γλυκό του και στα μάτια του πατέρα του. Είχε καταφέρει να κάνει το πιο διάσημο γλυκό στην πόλη αλλά πάνω από όλα είχε καταφέρει να αποσπάσει την πιο ζεστή αγκαλιά του πατέρα του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου