Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

Ανάσταση στο Σαράγιεβο


Έρχονταν το Πάσχα και τα παιδιά ήταν μαζεμένα όλα μαζί έξω από την εκκλησία. Εκεί κάθε μέρα έπαιζαν, εκεί τους έδιναν το συσσίτιο, εκεί παρηγορούνταν. Οι μπαμπάδες τους έλειπαν στον πόλεμο, οι μανάδες τους προσπαθούσαν να βρουν λίγα ξύλα για τη σόμπα, λίγο αλεύρι για να κάνουν πιτάκια. Τα παιδιά, όταν άκουγαν βομβαρδισμούς, κρύβονταν μέσα στην εκκλησία και κοιτούσαν την εικόνα της Παναγίας με το Θείο Βρέφος. Κάθονταν εκεί από κάτω και προσεύχονταν. Προσεύχονταν για τους πατεράδες τους, για τους φίλους τους, για τα αδέρφια τους. Όταν τελείωναν οι βομβαρδισμοί, έβγαιναν δειλά δειλά και με την καρδούλα τους να προσπαθεί να ξαναβρεί τον κανονικό της χτύπο, πετούσαν ξανά τη φθαρμένη μπάλα για να παίξουν.
Τα χαλάσματα έστεκαν σε όλη την πόλη του Σαράγιεβο από παλαιότερους βομβαρδισμούς, ενώ άλλα καινούργια εμφανίζονταν μετά από τους τελευταίους. Τα παιδιά έπαιρναν κομμάτια σοβάδων και τούβλων και με αυτά τα υλικά έχτιζαν μικρογραφίες σπιτιών. Έπαιζαν με δοκάρια πεσμένα και με κεραμίδια σπασμένα. Τα μάτια τους προσπαθούσαν να δείξουν μια επιπόλαιη χαρά, που γκρεμίζονταν όταν οι σκέψεις τους επανέρχονταν στην πραγματικότητα.
Ήταν Μεγάλη Πέμπτη και η Ανάσταση πλησίαζε. Λαμπάδες δεν θα τους έφερνε κανείς. Πήραν από ένα μικρό κεράκι και έδεσαν στο καθένα ένα άνθος πασχαλιάς, που μόλις είχε ανθίσει στο προαύλιο της εκκλησίας. Τα παιδάκια κρατούσαν τις λαμπάδες τους. Θα τις άναβαν το βράδυ της Ανάστασης, ελπίζοντας στο τέλος του πολέμου.
Ήρθε η Μεγάλη Παρασκευή με τον περιφορά του Επιταφίου. Όλα μαζί στόλιζαν τον Επιτάφιο με άνθη πασχαλιάς, ψέλνοντας και περιμένοντας το βράδυ της Ανάστασης. Μεγάλο Σάββατο βράδυ και η εκκλησία γέμισε με τους πιστούς. Όλοι μέσα τους προσεύχονταν. Μία ήταν η επιθυμία όλων. Το τέλος του πολέμου, το τέλος αυτής της ατελείωτης και αβάσταχτης τραγωδίας. Τα μάτια των παιδιών ήταν όλο αγωνία. Περίμεναν από τους μεγάλους να τους ανακοινώσουν ένα χαρμόσυνο νέο. Περίμεναν από τον Χριστό που θα ανασταίνονταν, να φέρει πίσω τα αγαπημένα τους πρόσωπα.
Ο ιερέας έψαλε το «Χριστός Ανέστη» και το Άγιο Φως φώτισε τον ναό. Τα παιδάκια βγήκαν έξω από την εκκλησία κρατώντας τις λαμπάδες, με τις κρεμασμένες πασχαλιές, που φεγγοβολούσαν στο απόλυτο σκοτάδι της βραδιάς. Κοίταξαν προς τον ουρανό. Τα αντιαεροπορικά πυρά φώτιζαν το απόλυτο σκοτάδι. Τα αεροπλάνα του αντιπάλου ακούγονταν που πλησίαζαν. Ο ήχος γίνονταν απειλητικός.
Τα παιδάκια δεν προλάβαιναν να επιστρέψουν στην εκκλησία. Βρήκαν καταφύγιο σε κάτι χαλάσματα παραπέρα. Όλα μαζί, με τις λαμπάδες αναμμένες και τα μάτια κλειστά προσεύχονταν. Οι δικοί τους ήταν στην εκκλησία. Μία βόμβα έπεσε κοντά, αφήνοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Τα παιδιά τρόμαξαν και έμειναν στη θέση τους παγωμένα. Άλλες πολλές ακούγονταν να πέφτουν πιο μακριά, γκρεμίζοντας αμέτρητα κτίρια. Ο βομβαρδισμός κράτησε αρκετή ώρα, μέχρι που κυριάρχησε η σιγή. Όταν κατάφεραν να νικήσουν τον τρόμο τους, σηκώθηκαν να δουν τι είχε συμβεί. Η εκκλησία είχε βομβαρδιστεί. Μόνο το ιερό έστεκε άθικτο και το άγιο φως, σε ένα κερί, συνέχιζε να δίνει τη λάμψη του. Τίποτα άλλο δεν ήταν όρθιο, ούτε οι άνθρωποι, ούτε οι εικόνες. Τα παιδάκια κοίταξαν για μια ακόμη φορά τον ουρανό. Έστεκαν μόνα τους, με μάτια δακρυσμένα και γεμάτα αγωνία. Περπατούσαν όλα μαζί, ενωμένα, χωρίς να ξέρουν προς τα πού να πάνε, ανάμεσα σε γκρεμισμένα σπίτια, σε κορμιά νεκρά, διαμελισμένα. Ο βομβαρδισμός αυτός ήταν ο τελευταίος και ο πιο καταστρεπτικός. Μετά από λίγες μέρες ο πόλεμος τελείωσε. Η παιδική τους ηλικία είχε χαθεί μια για πάντα.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου