Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

Η μύγα


Ήξερε πως δεν της απέμενε ακόμη πολύ ζωή. Κοιτούσε το ταβάνι και δεν έβλεπε παρά μόνο το κλασικό άσπρο των ταβανιών. Ήθελε να μιλήσει, αλλά δεν είχε πολλές δυνάμεις. Ένιωθε μόνη. Και τότε θυμήθηκε πώς μόνοι γεννιόμαστε και μόνοι μας πεθαίνουμε. Και μετά συλλογίστηκε πως δεν γεννήθηκε μόνη, ήταν η μητέρα της που τη γέννησε και της έδωσε την τελική ώθηση να βγει από την κοιλιά της. Ήταν εκείνη που την κράτησε στην αγκαλιά της να τη ζεστάνει με το κορμί της και την ανάσα της. -Άρα, αναλογίστηκε, δεν γεννήθηκα μόνη. Τότε μάλλον θα πεθάνω μόνη, συνέχισε τον συλλογισμό της.
Θυμήθηκε όλους αυτούς που την κατέκριναν στη ζωή της που δεν έκανε παιδιά. Που της τόνιζαν ότι θα ζει χωρίς νόημα, θα σπαταλάει το χρόνο της σε ανούσιες απασχολήσεις, θα πεθάνει χωρίς κανένας να τη νοιαστεί. Οι επιλογές της ήταν συνειδητές και ώριμες. Δεν την ενδιέφερε καθόλου αν κάθε φορά που έπρεπε να πάρει απόφαση και να επιλέξει θα οδηγούνταν σε έναν δρόμο διαφορετικό. Εξάλλου αυτή ήταν η μαγεία που έζησε. Δεν δέχονταν ανολοκλήρωτο τον εαυτό της επειδή δεν είχε γεννήσει ένα χαριτωμένο μικρό πλασματάκι. Που δεν ένιωσε τη μητρότητα, που δεν μεγάλωσε πλάι σε ένα βρέφος, σε ένα παιδί, σε έναν έφηβο, σε έναν ενήλικα ή και σε έναν μεσήλικα. Είχε όμως γεννήσει τον εαυτό της. Τον ανέθρεψε, τον φρόντισε, τον προστάτεψε, τον ωρίμασε. Ήταν δημιούργημά της. Από τη μητέρα της δεν είχε εισπράξει αυτό που θα περίμενε, έτσι ανέλαβε μόνη της παίζοντας το ρόλο της μάνας και του παιδιού. Απλά ζούσαν και οι δύο στο ίδιο σώμα.
Γύρισε και κοίταξε δίπλα της. Μία μύγα είχε καθήσει στο χέρι της και την ενοχλούσε. Έκανε να τη διώξει, όμως ένιωσε την ανάγκη να την ανεχτεί. Δεν ήξερε γιατί, αλλά την άφησε εκεί και την παρατηρούσε. Η μύγα έβγαλε από το σώμα της μια απροσδιόριστη μάζα. Ήταν τα αυγά της. Αμέσως μετά έφυγε πετώντας μακριά. Την τράβηξε η μυρωδιά σάπιου κρέατος και το ένστικτό της την οδήγησε στην πηγή της οσμής. Τα αυγά παρέμειναν στο χέρι της. Προσπάθησε να το κρατήσει ακίνητο και ζεστό. Προσπάθησε να κρατήσει τα μάτια της ανοιχτά, περιμένοντας να δει αν και πότε θα έβγαιναν από τα αυγά τα μικρά μυγάκια. Δεν είχε δει ποτέ της αυγά μύγας, ούτε ήξερε με ποια μορφή ξεπροβάλλουν τα νεαρά μέσα από αυτά. Το μόνο που μπορούσε να κάνει είναι να παραμένει ζωντανή για να ζεσταίνει τα αυγά. Η μύγα που τα γέννησε επέλεξε το ζεστό της χέρι για να τα βοηθήσει να επωαστούν. Μπορεί να έφυγε αμέσως μετά, αλλά της εμπιστεύτηκε το χέρι της.
Την επομένη τα αυγά είχαν ανοίξει. Τα μάτια της κοιτούσαν το ταβάνι. Τα βλέφαρα δεν κινούνταν, το ίδιο και ο βολβός του ματιού. Το χέρι της ήταν κρύο. Είχε κρατηθεί ζεστό όσο χρειάζονταν. Τα νεαρά μυγάκια συνάντησαν τη μητέρα τους. Το νεκρό πτώμα της γυναίκας την προσέλκυσε. Μιας γυναίκας που έζησε πλήρης μέχρι την τελευταία πνοή της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου