Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

Ο χαρταετός με τη μαγική ουρά



Μια φορά και έναν καιρό, πριν κάποια χρόνια, δίπλα στο 2ο δημοτικό σχολείο Κατερίνης, ένας συμπαθέστατος κύριος, ο κυρ-Γιώργος, είχε το πιο λιχουδάτο μπακάλικο της γειτονιάς. Εκεί τρέχανε οι μικροί μαθητές κάθε φορά που χτυπούσε το κουδούνι. Είχε από όλα τα καλά που αναζητά ένα μικρό παιδάκι στο διάλειμμα για να κόψει την πείνα του. Κουλούρια, κρουασάν, τυρόπιτες, σαντουιτσάκια και κρακεράκια, όλα ήταν παραταγμένα στον πάγκο, σκουντώντας πού και πού το ένα το άλλο, θέλοντας να προκαλέσουν την προσοχή των παιδικών ματιών. Ο κυρ-Γιώργος αγαπούσε τα παιδιά, με το χαμόγελο στα χείλη και απαράμιλλη σβελτάδα τα εξυπηρετούσε όλα, από τα πιο απαιτητικά έως τα πιο ντροπαλά, έτσι ώστε να προλάβουν να γευτούν τα ζεστά αρτοποιήματα, πριν χτυπήσει το κουδούνι και μπουν πάλι στις τάξεις για μάθημα.

Τις ώρες, που τα παιδάκια κάνανε μάθημα και οι πελάτισσες του μαγείρευαν στα σπίτια τους, ο κυρ-Γιώργος έφτιαχνε χαρταετούς. Λάτρευε χρόνια τώρα τους χαρταετούς και είχε μάθει όλα τα μυστικά τους. Έφτιαχνε χαρταετούς πολύχρωμους, χάρτινους, με φουντωτές ουρές και κορδελάκια σε κάθε κορυφή του εξαγώνου. Η κατασκευή τους ήταν ιεροτελεστία για τον κυρ-Γιώργο. Σχεδίαζε τα πατρόν, έκοβε τα χαρτιά, υπολόγιζε το μήκος των καλαμιών, κολλούσε, λούστραρε. Όταν τελείωνε έναν χαρταετό τον κρεμούσε από το ταβάνι και αυτοί λικνίζονταν με το παραμικρό ρεύμα αέρα.

Ένα πρωινό, στο πρώτο διάλειμμα, πήγε και ο Δημήτρης, ένας μαθητής της τετάρτης δημοτικού, να αγοράσει το καθιερωμένο, αγαπημένο του κουλούρι. Καθώς άρχισε να το απολαμβάνει, ζεστό και ξεροψημένο, κούρνιασε σε μια γωνιά και χάζευε τους χαρταετούς. Το κουδούνι χτύπησε αλλά ο Δημήτρης είχε απορροφηθεί τόσο πολύ από έναν συγκεκριμένο χαρταετό που κρεμόταν ακριβώς πάνω από τον πάγκο του εργαστηρίου του, που δεν το άκουσε. Ούτε ο κυρ-Γιώργος είχε καταλάβει ότι ο μικρός μαθητής είχε ξεμείνει στο μαγαζί του και τον παρατηρούσε πώς έκοβε και πώς λούστραρε.

-Αυτόν θα αγοράσω φέτος. Έχει τα χρώματα της ποδοσφαιρικής μου ομάδας και μου φαίνεται ο καλύτερος. Μα σαν να του λείπει…ω ναι… δεν έχει ουρά!

Και αυτό το «δεν έχει ουρά» το είπε φωναχτά, τόσο φωναχτά που ο κυρ-Γιώργος τον άκουσε.

-Δημήτρη τι κάνεις εδώ μέσα; Δε θα έπρεπε να είσαι στην τάξη σου; Του είπε και η φωνή του είχε  αυστηρό τόνο.

Ο Δημήτρης έσκυψε το κεφάλι του. Πως του ξέφυγε και μίλησε στα φωναχτά και τον άκουσε ο κυρ- Γιώργος. Και πόσο ήθελε να παραμείνει να χαζεύει τον κιτρινόμαυρο χαρταετό που είχε βάλει στο μάτι!

-Μου άρεσε τόσο πολύ να βλέπω αυτόν τον κιτρινόμαυρο χαρταετό! Αφήστε με να κάτσω και άλλο, θα σας βοηθήσω, θα κόψω εγώ το χαρτί για την ουρά του. Σας παρακαλώ!

Και αυτό το σας παρακαλώ, κέρδισε την καρδιά του κυρ-Γιώργου.

-Εντάξει λοιπόν, θα σε αφήσω άλλη μία ώρα, αλλά μετά θα επιστρέψεις στο θρανίο σου. Θέλω να με βοηθήσεις. Διαβάζω αυτό εδώ το βιβλίο «Μαγικοί χαρταετοί», μόνο που έχω χάσει τα γυαλιά μου εδώ και κάποιες μέρες και μου είναι αδύνατο να διαβάσω τα ψιλά γράμματα. Το μυστικό στους χαρταετούς είναι οι ουρές τους. Και αυτός ο κιτρινόμαυρος που έβαλες στο μάτι δεν έχει ουρά. Τι λες λοιπόν; Λες να του βάλω μία μαγική; Έλα λοιπόν, σήκω και διάβασε για να μου εξηγήσεις.

Τα μάτια του Δημήτρη άστραψαν από χαρά. Σηκώθηκε σαν ελατήριο και ήρθε αμέσως δίπλα στον κυρ-Γιώργο. Έπιασε να διαβάζει το κεφάλαιο «Πώς να φτιάξετε μαγική ουρά στους χαρταετούς». Διάβαζε, διάβαζε και δεν μιλούσε.

-Άντε, με έσκασες, πες μου τόσην ώρα, διαβάζεις και διαβάζεις αλλά δεν μου λες τίποτα.  

-Μάλιστα, αυτό είναι το μυστικό, είπε όλο σιγουριά ο Δημήτρης.

-Ποιο; Τι με κρατάς σε αγωνία, πες το για.

-Η μαγική ουρά θέλει χαρτί που θα κοπεί λοξά. Θέλει λίγα φτερά περιστεριού και λίγα αετού!Φτερά περιστεριού για να ξεκινήσει να πετάει και αετού για να πετάει όσο πιο ψηλά γίνεται.

Ο κυρ-Γιώργος έμεινε αποσβολωμένος. Αυτό δεν το είχε ξανακούσει, αλλά αφού το έγραφε το βιβλίο θα ήταν σωστό.

-Περιστεριού το καταλαβαίνω, αλλά αετού; Και πού να βρω φτερά αετού;

Ο Δημήτρης έπεσε σε περισυλλογή. Ο κυρ-Γιώργος απογοητεύτηκε.

-Αποκλείεται να βρω φτερά αετού, περιστέρια έχει ο Ανδρέας, ο γείτονας μου, αλλά φτερά αετού!

Ο Δημήτρης προσπάθησε να παρηγορήσει τον κυρ-Γιώργο όμως η ώρα είχε περάσει. Έπρεπε να επιστρέψει στο σχολείο.

-Αύριο θα έρθω και θα σας φέρω φτερά αετού, είπε με σιγουριά που ούτε ο ίδιος καταλάβαινε από  πού την βρήκε. Έφυγε τρέχοντας να προλάβει το κουδούνι που είχε μόλις χτυπήσει.

Ο κυρ-Γιώργος δεν έδωσε σημασία στη σιγουριά του Δημήτρη. Μικρό παιδί ήταν και ο αυθορμητισμός του ξεχείλιζε. Έτσι συνέχισε να κόβει τα χαρτιά λοξά όπως του είχε πει ο Δημήτρης. Ο Ανδρέας θα του έδινε φτερά περιστεριού με χαρά. Όσο για τα φτερά αετού….

Ο Δημήτρης μόλις σχόλασε έτρεξε στο σπίτι του Γιώργου, του καλύτερου του φίλου. Μαζί παίζανε ώρες ατελείωτες, μαζί κάνανε όλες τις σκανδαλιές.

-Γιώργο πρέπει να με βοηθήσεις. Πρέπει να βρούμε επειγόντως φτερά αετού, το υποσχέθηκα στον κυρ-Γιώργο.

-Φτερά αετού; Τι τα θες; Μήπως θα πετάξεις; Είπε και του χαμογέλασε.

-Είναι για να κάνει ο κυρ-Γιώργος μαγική ουρά για έναν κιτρινόμαυρο χαρταετό!

-Μαγική ουρά; Για κιτρινόμαυρο χαρταετό; Είπε και του φάνηκε παράξενο ο φίλος του ενώ ήταν τόσο λογικός άρχισε να σκέφτεται για μαγικές ουρές. Όμως επειδή ο χαρταετός θα ήταν κιτρινόμαυρος και είχε εμπιστοσύνη στο φίλο του θέλησε να τον βοηθήσει.

-Και πού να βρούμε φτερά αετού και μάλιστα σε μία μέρα; Δεν πάμε καλύτερα να παίξουμε μπάλα στο πάρκο; Ο Γιώργος ήταν αδιόρθωτος πιτσιρίκος. Το ποδόσφαιρο ήταν η λατρεία του, το ίδιο και η κιτρινόμαυρη αγαπημένη του ομάδα.

Όμως και ο Δημήτρης δεν μπορούσε να αντισταθεί στο παιχνίδι. Του υποσχέθηκε ότι μετά το διάβασμα θα παίζανε μπάλα στο πάρκο. Οι ώρες πέρασαν και τα δύο αγόρια έπαιζαν αμέριμνα μπάλα. Όχι και τόσο αμέριμνα βέβαια, καθώς είχαν και τα δύο στο μυαλό τους τα φτερά αετού και τον κιτρινόμαυρο χαρταετό.

Ο Γιώργος σούταρε τη μπάλα μακριά και όπως έτρεξαν να τη βρουν ανακάλυψαν στην κουφάλα ενός δένδρου έναν πληγωμένο αετό.

-Κοίτα Δημήτρη ένας αετός! Είναι πληγωμένος, πρέπει να τον περιθάλψουμε, αναφώνησε ο Γιώργος.

Ο Δημήτρης δεν πίστευε στα μάτια του.

-Τι σύμπτωση! Εκεί που ψάχναμε αετό βρήκαμε έναν λαβωμένο. Κρίμα το πουλί, κάποιος θα το χτύπησε με βόλι.

 Γρήγορα γρήγορα πήραν το πουλί στο σπίτι του, του έδεσαν το πόδι του και το έβαλαν σε ένα κουτί, όπου τον έκλεισαν για να ηρεμήσει και να γιατρευτεί. Πριν όμως κλείσουν το κουτί…

-Αετέ, θα μας χαρίσεις ένα φτερό σου, είπε ο Δημήτρης και με γρήγορες κινήσεις τράβηξε ένα φτερό.

Ο αετός έσκουξε ελαφρά, αλλά ο σκοπός αγιάζει τα μέσα και τα δύο φιλαράκια χοροπηδούσαν από τη χαρά τους.

Την επομένη ο Δημήτρης εμφανίστηκε, χαρούμενος και χαμογελαστός, στο μπακάλικο του κυρ-Γιώργου.

-Έφερα το φτερό που σας υποσχέθηκα, είπε και του πρότεινε το λάφυρό του από το πληγωμένο πουλί.

Ο κυρ-Γιώργος δεν πίστευε στα μάτια του. Είχε καταλάβει ότι ο μικρός του πελάτης ήταν έξυπνο και ικανό παιδί αλλά δεν πίστευε ότι σε μία μέρα κιόλας θα του έφερνε φτερό ενός αετού.

-Δημήτρη είσαι αετός, του είπε και τον σήκωσε αγκαλιά. Θα σου χαρίσω τον  κιτρινόμαυρο χαρταετό, αρκεί να μου υποσχεθείς ότι θα τον πετάξεις εσύ ο ίδιος και θα ανεμίζει πιο ψηλά από όλους τους υπόλοιπους χαρταετούς στον ουρανό.

Ο Δημήτρης τρελάθηκε από τη χαρά του. Αγκάλιασε τον κυρ-Γιώργο και τον ευχαρίστησε που ήταν τόσο καλός με όλα τα παιδάκια και ιδιαίτερα μαζί του. Ο κυρ-Γιώργος πλέον, με όλα τα απαραίτητα υλικά του, έφτιαξε την ουρά που οι αράδες του βιβλίου υπόσχονταν ότι θα ήταν μαγική. Την κόλλησε προσεκτικά στον κιτρινόμαυρο χαρταετό και τον έβαλε στην άκρη. Με το σχόλασμα ο Δημήτρης πέρασε από το μπακάλικο και πήρε τον αγαπημένο του χαρταετό με τη μαγική ουρά, με το λοξό κόψιμο του χαρτιού και τα φτερά, του περιστεριού και του αετού, καλά κρυμμένα ανάμεσα στις κορδέλες χαρτιού.   

Η Καθαρά Δευτέρα δεν άργησε να έρθει. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και ο αέρας απαλός, ιδανικός για να πετάξει ο Δημήτρης τον κιτρινόμαυρο χαρταετό του. Ντύθηκε από νωρίς το πρωί, φυσικά με κίτρινο μπλουζάκι και μαύρο παντελονάκι. Ξεκίνησαν όλοι μαζί για την εξοχή, με τη Λίνα, τη μικρή του αδελφή, να ρωτάει και να ξαναρωτάει γιατί η ουρά του χαρταετού είναι διαφορετική από τις άλλες. Ο Δημήτρης όμως κρατούσε εφτασφράγιστο το μυστικό του. Φυσικά στην παρέα τους ήταν και ο Γιώργος, με τους γονείς του και τη δική του μικρή αδελφή, τη Ράνια.

-Κρατάτε τον χαρταετό κορίτσια, να πάρουμε φόρα και μόλις φωνάξουμε «αμόλα» θα τον αμολήσετε, έδωσαν τις διαταγές τους, τα αγόρια που παρίσταναν τα μεγαλύτερα και γνωστικότερα με τους χαρταετούς.

Η Λίνα και η Ράνια κρατούσαν σταθερά. Ο Δημήτρης και ο Γιώργος έτρεχαν με τον χαρταετό στο χέρι.

-Αμόλα τον Λίνα, αμόλα Ράνια…..

Τα κορίτσια, αμόλησαν τον χαρταετό έχοντας αγωνία αν θα σηκωθεί ψηλά.

Ο χαρταετός άρχισε δειλά, δειλά να παίρνει ύψος. Ο Δημήτρης και ο Γιώργος άφηναν την πετονιά γενναιόδωρα, για να του δίνουν τη δυνατότητα να πετάει. Ο χαρταετός πήρε το ύψος του και πετούσε τώρα ψηλά στον ουρανό. Τα παιδάκια ύψωσαν τα βλέμματά τους. Ο δικός τους χαρταετός ξεχώριζε από τους άλλους. Ήταν ο πιο ωραίος. Το κίτρινο του χαρταετού ανταγωνίζονταν το κίτρινο του ήλιου. Η ουρά του τον οδηγούσε όλο και πιο ψηλά. Τόσο ψηλά που για μια στιγμή φοβήθηκαν ότι δε θα τους έφτανε η πετονιά. Ο Δημήτρης ήταν πολύ χαρούμενος και περήφανος ενώ ο Γιώργος χαίρονταν που ο κιτρινόμαυρος χαρταετός πήγαινε πιο ψηλά στον ουρανό από τους πράσινους και τους κοκκινόασπρους. Το έβλεπε το ζήτημα ποδοσφαιρικά! Τα αγόρια δεν άφηναν το βλέμμα του από αυτόν και κάθε στιγμή ήταν σε ετοιμότητα, μια χαλάρωναν και μια τέντωναν την πετονιά, για να διατηρεί την πρώτη θέση στον ουρανό. Η Λίνα χαιρόταν που ο χαρταετός του αδελφού της ήταν πραγματικά ο καλύτερος, αλλά στα υπέροχα γαλάζια μάτια της υπήρχε ακόμη η απορία για την ουρά που του έδινε τέτοια ώθηση στον ουρανό.

Έτσι, όπως ο χαρταετός ανέμιζε, κάποια στιγμή ο Δημήτρης αισθάνθηκε στα χέρια του ένα τράνταγμα. Κοίταξε τον χαρταετό του, κοίταξε και την πετονιά.

-Μα τί συμβαίνει αναρωτήθηκε, Γιώργο μου φαίνεται ότι ο χαρταετός θέλει να πετάξει ακόμη πιο ψηλά και η πετονιά δεν φτάνει. Έφτασε στο τέλος της.

-Κράτα γερά Δημήτρη, πρόσταξε ο Γιώργος, αλλά όσο και αν κρατούσε γερά ο Δημήτρης του ήταν αδύνατο να τον συγκρατήσει. Ο χαρταετός λες και είχε δική του θέληση και ήθελε να αποκοπεί από την πετονιά. Ο Δημήτρης δεν άντεχε άλλο. Λίγο ακόμη και η πετονιά θα του πλήγωνε τις παλάμες.

-Άφησε τον Δημήτρη, είπε ο Γιώργος λυπημένα. Φαίνεται ότι ο χαρταετός είναι αληθινά μαγικός! Ας τον αποχαιρετήσουμε, ανήκει στον αέρα και πρέπει να τον αφήσουμε να φύγει.

Ο Δημήτρης συμφώνησε. Ο χαρταετός ήταν μαγικός και ανήκε στους αιθέρες. Άφησε την πετονιά και αμέσως απελευθερώθηκε. Ο κιτρινόμαυρος χαρταετός πετούσε ελεύθερος, με τη μαγική ουρά να καθοδηγεί τις κινήσεις του. Κάποια στιγμή σαν να είδαν και έναν αετό να πετάει κοντά του, ίσως να ήταν και ο δικός τους που τον είχαν ελευθερώσει το πρωί της Καθαράς Δευτέρας. Ο χαρταετός πετούσε όλο και πιο ψηλά και όλος ο κόσμος τον θαύμαζε. Από παντού άκουγες επιφωνήματα θαυμασμού. Ο Δημήτρης και ο Γιώργος, η Λίνα και η Ράνια ήταν περήφανοι για τον χαρταετό τους. Η συγκίνηση και η χαρά είχαν ζωγραφιστεί στα όμορφα προσωπάκια τους.  

Η καθαρά Δευτέρα είχε περάσει και το σχολείο περίμενε την Τρίτη το πρωί τους μαθητές του. Ο Δημήτρης πρωί πρωί, πριν μπει στην αυλή, πήγε στου κυρ-Γιώργου το μπακάλικο. Ο κυρ-Γιώργος τον περίμενε με την αγκαλιά του ανοιχτή και την ανυπομονησία χαραγμένη στο πρόσωπό του.

-Πες μου Δημήτρη, ήταν τελικά μαγική η ουρά του χαρταετού;

Ο Δημήτρης αγκάλιασε σφιχτά τον κυρ-Γιώργο και του είπε:

-Ήταν αλήθεια μαγική κυρ-Γιώργο, ο χαρταετός μου πέταξε πιο ψηλά από όλους, όλοι τον θαύμαζαν και τον χειροκροτούσαν, μόνο που μας έφυγε, πέταξε μόνος του ψηλά στον ουρανό, ποιος ξέρει πού θα βρίσκεται τώρα….

-Όπου και να ναι Δημήτρη, σίγουρα θα ανεμίζει την μαγική ουρά του και σίγουρα θα μας κοιτάζει από εκεί ψηλά, είπε ο κυρ-Γιώργος και τα μάτια του υγράθηκαν από τη συγκίνηση.

Τόσα χρόνια είχε κάνει πάρα πολλούς χαρταετούς, εκείνη τη χρονιά όμως είχε κάνει έναν μαγικό χαρταετό, με τη βοήθεια του μικρού του φίλου, του Δημήτρη. Αγκαλιασμένοι γύρισαν το κεφάλι τους προς τον ουρανό. Προσπαθούσαν να βρουν το χαρταετό στο φόντο του γαλάζιου ουρανού. Μόνο που ο μαγικός χαρταετός δεν ξεπρόβαλλε από τα σύννεφα, δεν φαινότανε να πετάει στο δικό τους ουρανό.

-Έλα πάνε στο σχολείο τώρα, σε λίγο θα χτυπήσει το κουδούνι. Ο χαρταετός σίγουρα θα πετάει κάπου προς τον Όλυμπο, εκεί που κάνουν τις φωλιές τους οι αετοί, του είπε και του έδωσε ένα ζεστό κουλούρι.

Ο Δημήτρης τον χαιρέτησε και τον ευχαρίστησε. Από εκείνη τη μέρα όταν βρισκόταν με το φίλο του το Γιώργο, στρέφανε το βλέμμα τους προς τον ουρανό. Ο κυρ-Γιώργος συνέχισε κάθε χρόνο την αγαπημένη του ασχολία, έφτιαχνε πολύχρωμους χαρταετούς, με φουντωτές ουρές και λουστραρισμένα καλάμια. Μαγικό χαρταετό δεν ξανάκανε, γιατί δεν ήθελε να πληγώνει αετούς και περιστέρια. Προτιμούσε την ανάμνηση του μαγικού χαρταετού που τον συντρόφευε για πάντα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου