Τα κοχύλια και οι αστερίες ήταν
ακόμη αραδιασμένα στην αυλή, όταν είχε έρθει η μέρα να πάει ο μικρός Πέτρος στο
σχολείο. Ήταν τα λάφυρα από το βυθό της θάλασσας, στις ατελείωτες βουτιές με
τους δύο αγαπημένους φίλους του, τον Κωστή και το Δημήτρη.
Ξεκίνησε με μια δανεική τσάντα
στον ώμο. Περπάτησε αρκετά μέχρι να φτάσει στη Χώρα της Ερεικούσας. Όσο πλησίαζε
στο σχολείο παρατηρούσε πως δεν άκουγε παιδικές φωνές. Με τα μάτια του έψαχνε
να βρει τον Κωστή και το Δημήτρη. Τότε θυμήθηκε κάτι που είχε ακούσει τελευταία
για το σχολείο σε συζητήσεις των μεγάλων, πως δε θα υπήρχαν αρκετά παιδιά αυτή
τη σχολική χρονιά, αλλά δεν έδινε και τόση σημασία. Ήξερε πως η οικονομική
κρίση στη χώρα δυσκόλευε τη ζωή των ανθρώπων, όμως ήταν αρκετά μικρός για να τα
καταλάβει όλα αυτά. Στην αυλή τον περίμεναν μία άγνωστη κυρία και ο παπάς του
νησιού.
-Η άγνωστη κυρία θα πρέπει να είναι η δασκάλα, σκέφτηκε, αλλά τα υπόλοιπα παιδιά που να είναι; Μήπως
να αρρώστησαν τελευταία στιγμή; Μήπως να ξέχασαν να ξυπνήσουν; Αναρωτήθηκε.
-Γεια σου Πέτρο, είμαι η κυρία Αλκμήνη, του συστήθηκε η δασκάλα.
-Ωραίο
όνομα, σκέφτηκε από μέσα του.
Ο παπάς έκανε τον καθιερωμένο
αγιασμό, δίνοντας την ευχή του και έφυγε αφήνοντας τη δασκάλα και τον Πέτρο μόνους.
- Πού είναι οι συμμαθητές μου, κυρία Αλκμήνη;
-Οι συμμαθητές σου Πέτρο βρίσκονται εδώ μέσα, στον ηλεκτρονικό
υπολογιστή.
-Μέσα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή; Πώς γίνεται αυτό;
-Οι φίλοι σου έφυγαν με τους γονείς τους από την Ερεικούσα Πέτρο. Είναι
βλέπεις η κρίση που τους ανάγκασε. Έμεινε μόνο η οικογένειά σου καθώς και λίγες
ακόμη. Ακόμη και εγώ, μόλις σου δείξω τον τρόπο διδασκαλίας θα φύγω, πρέπει να
παρουσιαστώ σε ένα σχολείο της Κέρκυρας.
Ο Πέτρος κατέβασε το κεφαλάκι
του.
-Έφυγε και ο Κωστής με το Δημήτρη… μονολόγησε.
Κοιτούσε τη δασκάλα του και τον
ηλεκτρονικό υπολογιστή προσπαθώντας να καταλάβει. Του φαίνονταν όλα τόσο
παράξενα! Ήθελε να ξαναδεί τους φίλους του, να παίξει στην αυλή μαζί τους, αλλά
τώρα χάθηκαν τα πάντα για αυτόν.
Η δασκάλα του αντιλήφθηκε την
ανησυχία του και άνοιξε τον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Η οθόνη από μαύρη έγινε
χρωματιστή και η αίθουσα του σχολείου από βουβή γέμισε φωνές. Η σύνδεση με μια
τάξη της πρώτης δημοτικού έφερε τον Πέτρο ανάμεσα σε είκοσι συνομήλικα παιδιά.
Ο Πέτρος σάστισε, δεν ήξερε αν έπρεπε να μιλήσει, δεν ήξερε τι να πει.
Ένας κύριος τον καλωσόρισε στην
τάξη.
-Πέτρο καλώς ήρθες στην τάξη μας, είμαι ο δάσκαλος σου, όπως και των
είκοσι αυτών μικρών μαθητών. Κάθε μέρα θα παρακολουθείς μαζί μας τα μαθήματα. Δεν
θα είσαι μόνος. Έχεις όλους εμάς κοντά σου, έστω μπροστά στην οθόνη ενός
υπολογιστή. Έτσι δεν είναι παιδιά;
-Ναι! απάντησαν όλα μαζί.
Ο Πέτρος άκουγε, έχοντας το
βλέμμα του καρφωμένο στα προσωπάκια των συμμαθητών του, ψάχνοντας να βρει τους
δύο αγαπημένους του φίλους. Ένα ένα συστήθηκαν:
-Ανδρέας, Κώστας, Ελένη, Μαρία, Πόπη, Γιώργος…
Αφού έφυγε η αρχική αμηχανία, η
γλώσσα του Πέτρου λύθηκε.
-Με λένε Πέτρο, όλοι οι φίλοι μου έχουν φύγει… ο Κωστής και ο Δημήτρης…
μόνο ο φίλος μου, το σκιάχτρο έμεινε στον αμπελώνα μας, ο Αχυρένιος. Ακούω κόρνες αυτοκινήτων;
-Όχι Πέτρο, αυτό είναι το κουδούνι, χτύπησε για το σχόλασμα, είσαι
ελεύθερος να παίξεις τώρα, του είπε ο δάσκαλος , θα τα πούμε ξανά αύριο, για σήμερα σχολάσατε.
-Γεια σου Πέτρο, αύριο πάλι, χαιρετισμούς στον Αχυρένιο… φώναξαν οι
συμμαθητές του και ξεχύθηκαν έξω από την τάξη.
Ο Πέτρος απέμεινε να κοιτάζει την
οθόνη.
-Να παίξω…μα με ποιον να παίξω; Είπε σιωπηλά και παρέμεινε καθιστός
να παρατηρεί την αίθουσα του άλλου σχολείου. Δεν διέφερε και πολύ από τη δική
του, ήταν και οι δύο ωραίες, στολισμένες με ζωγραφιές παιδιών. Μόνο που στη
δική του τάξη τα θρανία ήταν αδειανά, χωρίς κασετίνες και τσάντες. Άπλωσε το
χεράκι του και άγγιξε την οθόνη.
Η κυρία Αλκμήνη, που τόσην ώρα
έστεκε υπομονετικά δίπλα του, τον αγκάλιασε
τρυφερά και του εξήγησε ότι δε θα χρειάζεται να ταλαιπωρείται κάθε μέρα και να
μετακινείται από το σπίτι του στο σχολείο της Χώρας. Θα μπορούσε να
παρακολουθεί το διαδικτυακό σχολείο από το σπίτι του.
-Θα τα καταφέρεις Πέτρο, είσαι έξυπνο αγόρι, να πιστεύεις στις δυνάμεις
σου, του είπε, δίνοντάς του τα
σχολικά βιβλία και συνέχισε:
-Θα είμαι κοντά σου για ότι με χρειαστείς.
Όπως έφευγαν μαζί από το σχολείο,
ο Πέτρος, με τη βαριά, από τα βιβλία, δανεική τσάντα στους ώμους, γύρισε και
κοίταξε για μια ακόμη φορά την τάξη του.
-Ίσως και να ξαναγυρίσω του χρόνου, αν η κρίση περάσει, σκέφτηκε.
Πήρε το δρόμο της επιστροφής για
το σπίτι του. Όταν πλησίασε στον αμπελώνα, κοντοστάθηκε.
-Η αυλή του σπιτιού θα είναι η αυλή του σχολείου μου και εσύ Αχυρένιε,
θα είσαι ο συμμαθητής μου, σκέφτηκε και έκανε ένα σάλτο μπροστά στον
Αχυρένιο.
-Όταν θα χτυπάω την κουδούνα θα βγαίνουμε για διάλειμμα. Θα σου γνωρίσω
και τους υπόλοιπους συμμαθητές μου. Θα δεις, θα περάσουμε ωραία. Θα μάθουμε να
γράφουμε και να μετράμε. Μόνο να κάθεσαι φρόνιμα στην τάξη, να μην κάνεις
φασαρία!
Ο Αχυρένιος παρέμεινε ακίνητος να
τον κοιτάζει, το ίδιο και ο Πέτρος. Μπορεί να του έλλειπε ο Κωστής και ο
Δημήτρης όπως και ένα αληθινό σχολείο, μπορεί να τον στεναχωρούσε η κρίση που
συζητούσαν οι μεγάλοι, μπορεί να του φαίνονταν λίγο παράξενο να πηγαίνει σε
«διαδικτυακό» σχολείο με «διαδικτυακούς» συμμαθητές, αλλά βρήκε μια ανεξήγητη
χαρά μέσα από όλα αυτά. Πήγε στην αυλή, έβαλε στην άκρη τα κοχύλια και τους
αστερίες και άνοιξε τα σχολικά του βιβλία. Ένας καινούργιος κόσμος ανοίγονταν
μπροστά του.
Δομνίκη Καράντζιου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου