Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012

η Μαρία με το μουσικό αυτί συναντά τον μουσικοποντικούλη



Η Μαρία με το μουσικό αυτί συναντά τον μουσικοποντικούλη
H Μαρία όταν γεννήθηκε ήταν ένα τρισχαριτωμένο κοριτσάκι, με ένα πρόσωπο όλο τσαχπινιά. Η μοναδική ατέλεια που θα μπορούσε να πει κανείς πως είχε ήταν το ένα της αυτάκι. Το δεξί αυτί της Μαρίας, ήταν πιο μεγάλο από το αριστερό, είχε διαφορετικό σχήμα, λες κι ήταν σχεδιασμένο να συλλαμβάνει όλους τους ήχους, τους μακρινούς, τους σιγανούς, ήχους της φύσης, των ζώων, των εντόμων και των φυτών. Η Μαρία από μικρή έδειξε την ικανότητα που είχε να ακούει όλους αυτούς τους ήχους, καθώς από τότε που έμαθε να μιλάει, έλεγε στους γονείς της:
-Μαμά άκουσες τί είπε η Βοκαμβίλια; έρχεται ο χειμώνας και θα κρυώσει. 
Άλλες φορές πάλι έλεγε:
-Έρχεται μπόρα μαμά και καταιγίδα, άκουσα τις βροντές, κλείσε τα παράθυρα.
Ή πάλι έλεγε:
-Τα μυρμήγκια έκαναν παράπονα, δεν υπάρχουν λένε πολλά ψίχουλα στο πάτωμα, γιατί καθαρίζεις συνεχώς με την ηλεκτρική σκούπα.
Οι γονείς της Μαρίας και κυρίως η μητέρα της, στην αρχή είδαν αυτή την παραξενιά της φύσης ως μειονέκτημα, καθώς το παιδί τους είχε πολλά "ακούσματα" όπως έλεγαν κι έπειτα πολλά παιδιά κορόιδευαν τη μικρή Μαρία για το γιγάντιο αυτί της, όπως το αποκαλούσαν. Όμως με τον καιρό άρχισαν να το συνηθίζουν κι η μητέρα της καμάρωνε πλέον, γιατί έβλεπε πως η Μαρία όχι μόνο δεν στεναχωριόταν από τα αρνητικά σχόλια των παιδιών, αλλά σύντομα απέκτησε πολλούς φίλους που θέλανε να της μοιάσουν και έβαζαν χωνιά στα αυτιά τους, στην προσπάθειά τους να ακούσουν και αυτά όπως η Μαρία.
Μεγαλώνοντας το κοριτσάκι άρχισε να ενδιαφέρεται για τη μουσική. Αντιλαμβανόταν τη μουσική με τον δικό της τρόπο και ήταν τόσο γαλήνια, όταν άκουγε τις μουσικές νότες. Ήταν σαν να κυλούσαν μέσα της και να την ταξίδευαν σε έναν κόσμο διαφορετικό, στον κόσμο της μουσικής.
Μια μέρα, που είχε μείνει μόνη στο σπίτι, καθώς οι γονείς της έπρεπε να τρέξουν για τις δουλειές τους, μόλις διάβασε τα μαθήματα για το σχολείο, άκουσε έναν υπέροχο ήχο. Σαν να ήταν ένα πνευστό όργανο της φάνηκε. Πλησίασε στον τοίχο που χώριζε το διαμέρισμα από το διπλανό και έστησε το δεξί αυτί για να ακούσει καλύτερα. Προσπαθώντας να καταλάβει από πού ερχόταν ο ήχος, μετατόπιζε το αυτί στον τοίχο, μια ψηλά, μια χαμηλά, μια δεξιά και μια αριστερά. Γρήγορα κατάλαβε πως ο ήχος ερχόταν από κάπου χαμηλά. Χαμήλωσε κι άλλο το κεφαλάκι της, ξάπλωσε στο πάτωμα και έστησε το αυτί προσεκτικά στο σοβατεπί του τοίχου. Από εκείνο το σημείο άκουγε ξεκάθαρα τη μελωδία. Τώρα κατάλαβε ποιο όργανο ακουγόταν. Ήταν το αγαπημένο της, το σαξόφωνο.
-Μα ποιος παίζει σαξόφωνο τόσο ωραία στο διπλανό διαμέρισμα, αναρωτήθηκε. Ο γείτονας παίζει μόνο πιάνο κι η φίλη του βιολί. Μάλλον θα κάλεσε κάποιον σαξοφωνίστα, σκέφτηκε και συνέχισε να κάθεται στα πλακάκια απολαμβάνοντας τη μουσική. Ήταν όμως τόσο κουρασμένη από τα μαθήματα και το σχολείο που σύντομα την πήρε ο ύπνος. Αποκοιμήθηκε γλυκά και κάποια στιγμή αισθάνθηκε κάτι να τη γαργαλάει στη μυτούλα της. Ωστόσο ο ύπνος ήταν τόσο γλυκός που δεν μπορούσε να ξυπνήσει. Η μελωδία συνέχιζε να ηχεί στο μουσικό της αυτί και τη βύθιζε ολοένα και περισσότερο στον ύπνο.
Το γαργαλητό συνεχιζόταν μέχρι που έγινε αρκετά έντονο και η μικρή άνοιξε αλαφιασμένη τα μάτια της. Δεν πίστευε αυτό που έβλεπε. Ένας ποντικούλης, με τεράστια μουστάκια, ροζ χεράκια και ροζ πατούσες, έπαιζε μπρος τα μάτια της σαξόφωνο. Ανοιγόκλεισε τα ματάκια της καθώς της φαινόταν απίστευτα όλα αυτά. Ο ποντικούλης, όλο σκέρτσο και τσαχπινιά, έπαιζε το σαξόφωνό του, κάνοντας τις κινήσεις ενός έμπειρου σαξοφωνίστα. Η Μαρία έτριψε τα μάτια της να δει καλύτερα και όταν τα ξανάνοιξε ο ποντικούλης είχε εξαφανιστεί και η μουσική του
δεν αντηχούσε στο μουσικό αυτί της. 
-Γιατί κάθεσαι παιδί μου στα πλακάκια και κοιμάσαι; άκουσε τη μαμά της να τη μιλάει.
Η μικρή Μαρία γύρισε και είδε τη μητέρα της να σκύβει καταπάνω της και να προσπαθεί να τη σηκώσει. Κοίταξε τον τοίχο και είδε μια μικρή τρυπούλα στο σοβατεπί, όπως αυτές στα καρτούν από όπου ξεπροβάλλουν τα ποντικάκια από τον τοίχο. Έπειτα ξανακοίταξε τη μαμά της.
-Δεν θα της πω για τον ποντικούλη, είπε από μέσα της. Θα βάλει παγίδα για να τον διώξει από το σπίτι μας.
-Κοιμόσουν τόσο γλυκά σαν να άκουγες μουσική στον ύπνο σου!
Συμπλήρωσε η μητέρα της.
-Τίποτα μαμά, άκουγα τους διπλανούς που είχαν έναν επισκέπτη σαξοφωνίστα, απάντησε η Μαρία και πήγε γρήγορα γρήγορα στο κρεβάτι της.
Την άλλη μέρα που ξύπνησε, αναρωτιόταν αν ήταν αληθινό το περιστατικό με τον ποντικούλη και το σαξόφωνο. Ποτέ ξανά δεν άκουσε τη μουσική εκείνη, ούτε είδε τον ποντικούλη, τον οποίο από τότε τον ονόμασε μέσα της μουσικοποντικούλη. Η τρύπα στο σοβατεπί υπήρχε πάντα στον τοίχο. Για πολύ καιρό έστηνε το αυτί της μήπως και τον ακούσει. Αλλά μόνο το πιάνο και το βιολί των γειτόνων άκουγε. Ότι και αν είχε συμβεί εκείνο το βράδυ στο σπίτι τους, τη Μαρία δεν την ένοιαζε. Στο μουσικό αυτί της αντηχούσε η υπέροχη μελωδία του σαξόφωνου του μικρού ποντικούλη. 

Ακόμη και όταν μεγάλωσε και έκανε τη δική της μουσική εκπομπή στο ραδιόφωνο, είχε βάλει για σήμα έναρξης ένα μουσικό κομμάτι με σόλο σαξόφωνο. Κανένας δεν ήξερε γιατί είχε προτιμήσει αυτό το κομμάτι. Μόνο η Μαρία ήξερε και σε κανέναν δεν το ομολογούσε. Ούτε στον πιο φανατικό ακροατή της, έναν μικρό ποντικό που κατοικούσε σε μια μικρή τρύπα στο στούντιο και κάθε φορά που άκουγε το σήμα της εκπομπής να πέφτει, έστηνε το αυτί του κάτω από την κονσόλα….



Δομνίκη Καράντζιου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου