-Σήκω, πάμε βόλτα. Θα σε πάω να δεις κόσμο, να περπατήσεις λίγο, συνέχεια κάθεσαι σε τούτη την καρέκλα.
Η γριούλα σηκώθηκε από την αναπαυτική της καρέκλα. Ολόλευκα μαλλιά, πιασμένα σε χαλαρό κότσο με λίγες φουρκέτες κι ένα πρόσωπο αφηρημένο. Η φίλη της την κρατάει ανγκαζέ και ξεκινούν τη βόλτα με βήματα μικρά και αργά και τη φίλη της να παριστάνει πως την προστατεύει.
Η γριούλα σηκώθηκε από την αναπαυτική της καρέκλα. Ολόλευκα μαλλιά, πιασμένα σε χαλαρό κότσο με λίγες φουρκέτες κι ένα πρόσωπο αφηρημένο. Η φίλη της την κρατάει ανγκαζέ και ξεκινούν τη βόλτα με βήματα μικρά και αργά και τη φίλη της να παριστάνει πως την προστατεύει.
Ο δρόμος ερημικός έξω από το σπίτι, κάποιοι λίγοι περαστικοί βιαστικοί κι άλλοι αργόσχολοι.
-Πού πάμε τώρα; ρώτησε με απορία η γριούλα.
-Πάμε στην αγορά, θα σου πάρω φουρκέτες για τα μαλλιά σου, της απάντησε η φίλη της.
Σαν δυο χελώνες φτάσανε στο κέντρο της πόλης. Ο κόσμος τώρα είναι πολύς, κάποιοι τις προσπερνούνε βιαστικά, άλλοι αναγκάζονται να κάνουν πιο πέρα, μιας που το δίδυμο των γυναικών δεν αλλάζει πορεία. Η γριούλα, πού και πού, χαμογελά σε κάποιες κυρίες, μα το βλέμμα της απλανές, δεν ανταμώνει με κανένα. Η φίλη της αγέλαστη, τα ερμητικά κλειστά, το βλέμμα της αφηρημένο. μην ψάχνει για το μαγαζί με τις φουρκέτες;
-Πότε θα μου πάρεις τις φουρκέτες που μου υποσχέθηκες;
-Πλησιάζουμε, μη με ρωτάς συνέχεια, απάντησε απότομα η φίλη της.
Μόλις διέσχισαν τον κεντρικό δρόμο της αγοράς. Πήραν κατεύθυνση προς την άλλη πλευρά της πόλης. Τα μαγαζιά είχαν αρχίσει να αραιώνουν και η γριούλα είχε μείνει με την απορία στην σκέψη της. Ήθελε να γυρίσει πίσω, να κοιτάξει, αλλά η φίλη της δεν της έδινε τη δυνατότητα. Ήθελε να σταματήσει για λίγο να ξαποστάσει, αλλά η φίλης της περπατούσε δίχως σταματημό. Οι δυνάμεις της εξαντλούνταν και πλέον δεν άντεχε ούτε ένα βήμα παραπάνω. Τα σπίτια της φαίνονταν άγνωστα, το ίδιο και οι δρόμοι. Το γλυκό της χαμόγελο πάγωσε. Η γριούλα ένιωθε μια πρωτόγνωρη αδυναμία να την κυριεύει και τα πόδια της να μην τη βαστούν. Κατέρρευσε μια στιγμή που η φίλη της κοιτούσε τον κότσο των μαλλιών της.
-Κάτσε εδώ, πάω να σου πάρω τις φουρκέτες για τον κότσο. Ίσως δεν έκλεισαν ακόμη τα μαγαζιά.
Η γριούλα κειτόταν νεκρή στην άκρη του δρόμου. Η φίλη της γύρισε στην πόλη, ψάχνοντας να βρει μαγαζί ανοικτό σε γειτονιές ερημικές. Περιπλανήθηκε άσκοπα. Το μυαλό της δεν τη βοηθούσε να προσανατολιστεί, ούτε καν να αντιληφθεί τί συνέβαινε, πού βρισκόταν. Το μόνο που αναρωτιόταν ήταν πόσες φουρκέτες θα αγόραζε.
-Πού πάμε τώρα; ρώτησε με απορία η γριούλα.
-Πάμε στην αγορά, θα σου πάρω φουρκέτες για τα μαλλιά σου, της απάντησε η φίλη της.
Σαν δυο χελώνες φτάσανε στο κέντρο της πόλης. Ο κόσμος τώρα είναι πολύς, κάποιοι τις προσπερνούνε βιαστικά, άλλοι αναγκάζονται να κάνουν πιο πέρα, μιας που το δίδυμο των γυναικών δεν αλλάζει πορεία. Η γριούλα, πού και πού, χαμογελά σε κάποιες κυρίες, μα το βλέμμα της απλανές, δεν ανταμώνει με κανένα. Η φίλη της αγέλαστη, τα ερμητικά κλειστά, το βλέμμα της αφηρημένο. μην ψάχνει για το μαγαζί με τις φουρκέτες;
-Πότε θα μου πάρεις τις φουρκέτες που μου υποσχέθηκες;
-Πλησιάζουμε, μη με ρωτάς συνέχεια, απάντησε απότομα η φίλη της.
Μόλις διέσχισαν τον κεντρικό δρόμο της αγοράς. Πήραν κατεύθυνση προς την άλλη πλευρά της πόλης. Τα μαγαζιά είχαν αρχίσει να αραιώνουν και η γριούλα είχε μείνει με την απορία στην σκέψη της. Ήθελε να γυρίσει πίσω, να κοιτάξει, αλλά η φίλη της δεν της έδινε τη δυνατότητα. Ήθελε να σταματήσει για λίγο να ξαποστάσει, αλλά η φίλης της περπατούσε δίχως σταματημό. Οι δυνάμεις της εξαντλούνταν και πλέον δεν άντεχε ούτε ένα βήμα παραπάνω. Τα σπίτια της φαίνονταν άγνωστα, το ίδιο και οι δρόμοι. Το γλυκό της χαμόγελο πάγωσε. Η γριούλα ένιωθε μια πρωτόγνωρη αδυναμία να την κυριεύει και τα πόδια της να μην τη βαστούν. Κατέρρευσε μια στιγμή που η φίλη της κοιτούσε τον κότσο των μαλλιών της.
-Κάτσε εδώ, πάω να σου πάρω τις φουρκέτες για τον κότσο. Ίσως δεν έκλεισαν ακόμη τα μαγαζιά.
Η γριούλα κειτόταν νεκρή στην άκρη του δρόμου. Η φίλη της γύρισε στην πόλη, ψάχνοντας να βρει μαγαζί ανοικτό σε γειτονιές ερημικές. Περιπλανήθηκε άσκοπα. Το μυαλό της δεν τη βοηθούσε να προσανατολιστεί, ούτε καν να αντιληφθεί τί συνέβαινε, πού βρισκόταν. Το μόνο που αναρωτιόταν ήταν πόσες φουρκέτες θα αγόραζε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου