Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

Η Ομπρελούπολη


Ήταν μια πόλη, κάπου κοντά ή κάπου μακριά, κανείς δεν ξέρει ακριβώς πού, όπου όλοι οι κάτοικοι κρατούσαν ομπρέλες, όχι μόνο για τη βροχή και τον ήλιο αλλά για να μη βλέπει ο ένας τον άλλο και να μην εκφράζουν τα συναισθήματά τους προς τον άλλο. Είτε έβρεχε, είτε είχε ήλιο, μικροί μεγάλοι περπατούσαν στους δρόμους με τις πολύχρωμες ομπρέλες τους. Καλημέρα, καλησπέρα δεν αντάλλασσαν, παρά μόνο έπαιρναν την πρωινή ομπρέλα που έλεγε «καλημέρα» ή «καλησπέρα» και την κουνούσαν σαν να υποκλίνονταν σε όποιον συναντούσαν στο δρόμο. Όταν είχαν ευχάριστη διάθεση, έπαιρναν τη χαμογελαστή ομπρέλα με μεγάλο άνοιγμα, ενώ όταν ήταν, για κάποιο προσωπικό λόγο, λυπημένοι, κρατούσαν τη λυπημένη ομπρέλα, με μικρό άνοιγμα και ακτίνες στραμμένες προς το έδαφος. Οι άρχοντες κυκλοφορούσαν με ομπρέλες, που σπάνια κρατούσαν οι ίδιοι, συνήθως μαύρες ή σκούρες μπλε, με μεγάλο άνοιγμα ακτίνας. Οι κυρίες των εύπορων τάξεων κρατούσαν ομπρέλες με δαντέλα στο τελείωμα ή με γυαλιστερές πέτρες οι πιο πλούσιες. Οι πιο απλές γυναίκες κρατούσαν ομπρέλες χρωματιστές, που τις ζωγράφιζαν μόνες τους, έχοντας ιδιαίτερη αδυναμία στα ζωγραφιστά λουλούδια. Οι άντρες κρατούσαν ομπρέλες σκουρόχρωμες, με σχήματα κυρίως γεωμετρικά, θέλοντας να επιδείξουν μια σοβαρότητα στις διαθέσεις τους. Οι πιο χαριτωμένες ήταν οι παιδικές ομπρέλες, όπου τα πιο φτωχά παιδιά ζωγράφιζαν με τους μαρκαδόρους τους τον κόσμο όπως θα τον ήθελαν ενώ τα πιο πλούσια τον κόσμο όπως θα ήθελαν να μοιράζονται.
Μια μέρα ένας κύριος, μια εύπορη κυρία, μια φτωχή κυρία, ένα πλουσιόπαιδο, ένα φτωχόπαιδο και ένας άρχοντας περπατούσαν στο πεζοδρόμιο. Η μέρα ήταν βροχερή και ο καθένας πήρε τη δική του ομπρέλα της βροχής. Κάποια στιγμή θέλησαν να διασχίσουν το δρόμο και οι ομπρέλες τους αγγίχτηκαν. Ο άρχοντας γλίστρησε κατά λάθος και έπεσε στο δρόμο. Το φτωχόπαιδο φιλοτιμήθηκε να τον βοηθήσει και του έδωσε να κρατάει την ομπρέλα του. Όπως σηκώθηκε ο άρχοντας πήρε κατά λάθος την ομπρέλα του φτωχού παιδιού και το φτωχόπαιδο την ομπρέλα του άρχοντα. Άκουσε ο άρχοντας τη φτωχομπρέλα να μιλάει «θα ήθελα να ζω σε έναν κόσμο πιο δίκαιο» και το παιδί την αρχοντομπρέλα να λέει «πρέπει να διατηρήσουμε την αδικία για το συμφέρον μας». Μετά από λίγο γλίστρησε το πλουσιόπαιδο. Η φτωχή γυναίκα έσπευσε να το βοηθήσει. Όπως σηκώθηκε το παιδάκι πήρε την ομπρέλα με το υπέροχο κόκκινο ζωγραφιστό λουλούδι και η φτωχή γυναίκα την διακοσμημένη, με διαμαντένια αυτοκινητάκια ομπρέλα του παιδιού. Το πλουσιόπαιδο άκουσε την ομπρέλα να λέει «Δεν έχω να ταΐσω τα παιδιά μου απόψε» και η φτωχή γυναίκα άκουσε τη φράση «Να το πετάξεις το φαγητό αυτό δεν μου αρέσει».
Δεν πέρασε ένα λεπτό και γλίστρησε ο κύριος με τη σκούρα του ομπρέλα. Η εύπορη κυρία που περνούσε από δίπλα του δεν γύρισε να τον βοηθήσει, παρά τον περιφρόνησε συνεχίζοντας το αργό της βηματισμό. Μόνο που ο αέρας της πήρε την ομπρέλα και ο πεσμένος στην άσφαλτο κύριος της την κράτησε για να μη την πάρει ο αέρας μακριά. Και η κυρία επέστρεψε να πάρει την ομπρέλα της, μόνο που ο κύριος της έδωσε την δική του και η κυρία είπε ένα απλό ευχαριστώ. Η ομπρέλα με τους πολύτιμους λίθους μιλούσε στον κύριο και του έλεγε «Δεν θέλω να βοηθάω τον κόσμο γιατί δεν είναι όμοιοί μου» και η κυρία άκουσε τη σκουρόχρωμη ομπρέλα να λέει «Περιφρονώ τις γυναίκες που δεν έχουν ψυχή».
Όλα αυτά συνέβησαν εκείνη τη βροχερή ημέρα, όταν ξαφνικά τα σύννεφα άδειασαν όλες τους τις σταγόνες. Ο ήλιος εμφανίστηκε μονομιάς και ο κόσμος θαύμαζε τη λάμψη του, προσπαθώντας να συνέλθει από την νεροποντή. Άφησαν όλοι αυθόρμητα τις ομπρέλες τους. Άφησε την ομπρέλα του και ο κύριος, η εύπορη κυρία, η φτωχή κυρία, το πλουσιόπαιδο, το φτωχόπαιδο και ο άρχοντας. Οι ομπρέλες πέταξαν μέχρι ένα ύψος και σταμάτησαν στο ύψος των κτιρίων. Σκέπαζαν τους δρόμους, προσφέροντας τη σκια τους στους πεζούς. Τα χρώματά τους έδιναν τις αποχρώσεις τους στην πόλη, τα λουλούδια και τα σχήματα άφηναν τη σκιά τους στις πλατείες. Το φτωχόπαιδο αναφώνησε «θέλω να παίξω κουτσό με τις σκιές!», το πλουσιόπαιδο είπε «τι όμορφη που έγινε η πόλη μας με τις ομπρέλες!» και τα παιδάκια αφέθηκαν στο παιδικό παιχνίδι, ένα παιχνίδι άγνωστο για το πλουσιόπαιδο και ιδιαίτερα αγαπητό στο φτωχόπαιδο. Ο κύριος πήρε το χέρι τις φτωχής κυρίας και τη χόρεψε ανάμεσα στις σκιές, δείχνοντας της τη χαρά της ζωής που ποτέ δεν μπόρεσε να απολαύσει. Η εύπορη κυρία απλά αφέθηκε να περπατάει κάτω από τις ομπρέλες με τα λουλούδια, για να θαυμάσει την τέχνη των απλών γυναικών που τα ζωγράφισαν. Και ο άρχοντας απλά απολάμβανε την πόλη, όπου όλοι ήταν ίσοι χωρίς την αδικία να τους βασανίζει και χωρίς ομπρέλες να σκεπάζουν τα πρόσωπά τους και να μην μπορούν να εκφραστούν.

1 σχόλιο: