Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

Γκαρής ο πεισματάρης, ο Γκαράκος πάει σχολείο


 Ο μικρός Γκαράκος είχε πλέον μεγαλώσει αρκετά και είχε γίνει ο καλύτερος φίλος του νεαρού προβάτου. Μαζί περνούσαν ατελείωτες ώρες και η φιλία τους όλο και δυνάμωνε. Το πρωί έβλεπαν τα παιδάκια που πήγαιναν σχολείο με τις τσάντες τους στον ώμο. Τους φαίνονταν παράξενο που κάθε μέρα κουβαλούσαν όλο αυτό το φορτίο. Ο Γκαράκος και ο φίλος του είχαν εντελώς διαφορετική ζωή, αν και μέσα τους τους έτρωγε η περιέργεια τι έκαναν και τι μάθαιναν στο σχολείο τόσες ώρες καθημερινά. Μια μέρα παρατηρούσαν ένα παιδάκι, που με δυσκολία περπατούσε κουτσαίνοντας, να προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στα ασθενικά ποδαράκια του και την βαριά τσάντα στον ώμο.
-Πρώτη φορά βλέπω αυτό το παιδάκι πρόβατο, δεν το έχω δει να περνάει ξανά από το δρόμο μας.
-Το πηγαίνει το ταξί από το σπίτι του που είναι μακριά, αλλά μάλλον λόγω της κρίσης δεν υπάρχουν λεφτά για να πληρώνει το σχολείο το ταξί του, είπε το πρόβατο.
-Κρίμα για το παιδάκι, μου κάνει εντύπωση όμως το κουράγιο του και το πείσμα του, δεν το βάζει κάτω.
Και έτσι όπως συμπάσχανε με το μικρό παιδάκι, ο Γκαράκος και το νεαρό πρόβατο το είδαν να σκοντάφτει και να πέφτει μπροστά στα μάτια τους. Η τσάντα του άνοιξε και με μιας ξεχύθηκαν μολύβια, σβήστρες, ξύστρες, μαρκαδόροι, τετράδια, βιβλία, χάρτες.
-Τι παράξενα είναι όλα αυτά που κουβαλάνε, αναρωτήθηκαν και με μια κίνηση πλησίασαν το μικρό παιδί.
Ήταν τόσο πικραμένο που του είχαν χυθεί όλα τα σχολικά του σύνεργα που έβαλε τα κλάματα, κυριολεκτικά στα καλά καθούμενα.
-Τι τυχεροί που είστε! ούτε σχολείο πηγαίνετε, ούτε τσάντες βαριές κουβαλάτε, είπε το παιδάκι.
Ο Γκαράκος έβγαλε ένα χαριτωμένο γκάρισμα. Ο φίλος του έβγαλε και αυτός τον χαρακτηριστικό του «μπε μπε» των προβάτων.
-Πού να ήξερε πως και εμείς ζούμε για να μας αρμέγουν και να μας οδηγούν στον κρεοπώλη κάποια στιγμή στη ζωή μας! αναφώνησε το νεαρό πρόβατο.
Ο Γκαράκος έσκυψε και του πρότεινε την πλάτη του. Το παιδάκι κατάλαβε. Μάζεψε τα σχολικά του σύνεργα γρήγορα, γρήγορα και σηκώθηκε. Ανέβηκε στην πλάτη του Γκαράκου. Την τσάντα ανέλαβε να την κουβαλήσει το πρόβατο στους ώμους του.
-Πάμε φίλε μου, έχουμε αποστολή σήμερα. Θα πάμε το παιδάκι στο σχολείο, μιας που δεν μπορεί να περπατήσει και με την ευκαιρία θα δούμε και το σχολείο από κοντά.
-Είσαι σίγουρος Γκαράκο ότι θα μας αφήσουν να μπούμε στην αυλή;
-Και φυσικά είμαι, μην ξεχνάς είμαι τεταρτοσέγγονο του Μεγάλου Γκαρή και γιος του Γκαρή του πεισματάρη. Όταν πεισμώνουμε εμείς οι γάιδαροι καταφέρνουμε πολλά.
Το παιδάκι γέλασε. Δεν καταλάβαινε τι έλεγε ο γαϊδουράκος και το πρόβατο, αλλά του φαίνονταν τόσο αστείο να τον συνοδεύουν στο σχολείο τα αθώα αυτά ζώα. Και όχι μόνο τον συνόδευαν, αλλά ο γαϊδουράκος όλο γυρνούσε και το κοιτούσε και ήταν και αυτά τα γκαρίσματά του που σαν να ήθελε κάτι να του πει. Πού να το πίστευε πως ο γαϊδουράκος το είχε βάλει σκοπό να τον πάει το προαύλιο του σχολείου του.
Δεν άργησαν να φτάσουν στον προορισμό τους και όλα τα παιδάκια έστρεψαν τα βλέμματά τους πάνω τους. Είχαν μείνει με ανοιχτό το στόμα. Δεν πίστευαν στα μάτια τους. Ένας μικρός γάιδαρος και ένα νεαρό πρόβατο βρίσκονταν στην αυλή τους και τους κοιτούσαν και αυτά στα μάτια. Ο διευθυντής βγήκε στην αυλή προσπαθώντας να καταλάβει τι συνέβαινε.
-Τι πράματα είναι αυτά Ανδρέα; Γιατί κουβάλησες έναν γάιδαρο και ένα πρόβατο στο σχολείο;
-Ξέρετε κύριε, είπε διστακτικά ο Ανδρέας, ο μικρός γάιδαρος με ανέβασε στην πλάτη του και με έφερε ως εδώ ενώ το πρόβατο κουβάλησε την τσάντα μου.
-Ναι αλλά τα ζώα απαγορεύονται στο σχολείο Ανδρέα.
-Συγνώμη κύριε δε θα ξανασυμβεί, αλλά …
-Κοίταξε παιδί μου πρέπει να εξετάσουμε το θέμα της μεταφοράς σου, λεφτά δεν υπάρχουν για να έρχεσαι στο σχολείο.
-Το γνωρίζω κύριε, αλλά…
Ο Γκαράκος δεν μπορούσε να ακούει άλλα «αλλά» από τον Ανδρέα. Άρχισε να γκαρίζει πεισματάρικα παρασύροντας το πρόβατο σε «μπε μπε». Τα παιδάκια γελάσανε με την ψυχή τους. Ο Διευθυντής κατάλαβε. Θα μπορούσε να τον φέρνει ο μικρός γαϊδαράκος, αρκεί να εξασφάλιζαν ένα μικρό σαμάρι για το παιδί, για να είναι πιο ασφαλής η μεταφορά του. Έτσι και έγινε. Από την άλλη μέρα ένα σαμάρι τοποθετήθηκε στην πλάτη του Γκαράκου και ο Ανδρέας δεν έχασε κανένα μάθημα. Και όχι μόνο, γιατί ο Γκαράκος και το πρόβατο κάθε μέρα είχαν τη δυνατότητα να πηγαίνουν στο σχολείο και να γελάνε με τα παιδάκια στο προαύλιο μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι.

Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

Η μύγα


Ήξερε πως δεν της απέμενε ακόμη πολύ ζωή. Κοιτούσε το ταβάνι και δεν έβλεπε παρά μόνο το κλασικό άσπρο των ταβανιών. Ήθελε να μιλήσει, αλλά δεν είχε πολλές δυνάμεις. Ένιωθε μόνη. Και τότε θυμήθηκε πώς μόνοι γεννιόμαστε και μόνοι μας πεθαίνουμε. Και μετά συλλογίστηκε πως δεν γεννήθηκε μόνη, ήταν η μητέρα της που τη γέννησε και της έδωσε την τελική ώθηση να βγει από την κοιλιά της. Ήταν εκείνη που την κράτησε στην αγκαλιά της να τη ζεστάνει με το κορμί της και την ανάσα της. -Άρα, αναλογίστηκε, δεν γεννήθηκα μόνη. Τότε μάλλον θα πεθάνω μόνη, συνέχισε τον συλλογισμό της.
Θυμήθηκε όλους αυτούς που την κατέκριναν στη ζωή της που δεν έκανε παιδιά. Που της τόνιζαν ότι θα ζει χωρίς νόημα, θα σπαταλάει το χρόνο της σε ανούσιες απασχολήσεις, θα πεθάνει χωρίς κανένας να τη νοιαστεί. Οι επιλογές της ήταν συνειδητές και ώριμες. Δεν την ενδιέφερε καθόλου αν κάθε φορά που έπρεπε να πάρει απόφαση και να επιλέξει θα οδηγούνταν σε έναν δρόμο διαφορετικό. Εξάλλου αυτή ήταν η μαγεία που έζησε. Δεν δέχονταν ανολοκλήρωτο τον εαυτό της επειδή δεν είχε γεννήσει ένα χαριτωμένο μικρό πλασματάκι. Που δεν ένιωσε τη μητρότητα, που δεν μεγάλωσε πλάι σε ένα βρέφος, σε ένα παιδί, σε έναν έφηβο, σε έναν ενήλικα ή και σε έναν μεσήλικα. Είχε όμως γεννήσει τον εαυτό της. Τον ανέθρεψε, τον φρόντισε, τον προστάτεψε, τον ωρίμασε. Ήταν δημιούργημά της. Από τη μητέρα της δεν είχε εισπράξει αυτό που θα περίμενε, έτσι ανέλαβε μόνη της παίζοντας το ρόλο της μάνας και του παιδιού. Απλά ζούσαν και οι δύο στο ίδιο σώμα.
Γύρισε και κοίταξε δίπλα της. Μία μύγα είχε καθήσει στο χέρι της και την ενοχλούσε. Έκανε να τη διώξει, όμως ένιωσε την ανάγκη να την ανεχτεί. Δεν ήξερε γιατί, αλλά την άφησε εκεί και την παρατηρούσε. Η μύγα έβγαλε από το σώμα της μια απροσδιόριστη μάζα. Ήταν τα αυγά της. Αμέσως μετά έφυγε πετώντας μακριά. Την τράβηξε η μυρωδιά σάπιου κρέατος και το ένστικτό της την οδήγησε στην πηγή της οσμής. Τα αυγά παρέμειναν στο χέρι της. Προσπάθησε να το κρατήσει ακίνητο και ζεστό. Προσπάθησε να κρατήσει τα μάτια της ανοιχτά, περιμένοντας να δει αν και πότε θα έβγαιναν από τα αυγά τα μικρά μυγάκια. Δεν είχε δει ποτέ της αυγά μύγας, ούτε ήξερε με ποια μορφή ξεπροβάλλουν τα νεαρά μέσα από αυτά. Το μόνο που μπορούσε να κάνει είναι να παραμένει ζωντανή για να ζεσταίνει τα αυγά. Η μύγα που τα γέννησε επέλεξε το ζεστό της χέρι για να τα βοηθήσει να επωαστούν. Μπορεί να έφυγε αμέσως μετά, αλλά της εμπιστεύτηκε το χέρι της.
Την επομένη τα αυγά είχαν ανοίξει. Τα μάτια της κοιτούσαν το ταβάνι. Τα βλέφαρα δεν κινούνταν, το ίδιο και ο βολβός του ματιού. Το χέρι της ήταν κρύο. Είχε κρατηθεί ζεστό όσο χρειάζονταν. Τα νεαρά μυγάκια συνάντησαν τη μητέρα τους. Το νεκρό πτώμα της γυναίκας την προσέλκυσε. Μιας γυναίκας που έζησε πλήρης μέχρι την τελευταία πνοή της.